Εκτύπωση

Ἡ Ὁσία Φιλοθέη γεννήθηκε τό ἔτος 1522 μ.Χ. στήν τουρκοκρατούμενη τότε Ἀθήνα. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς της ὀνομάζονταν Ἄγγελος καί Συρίγα Μπενιζέλου. Ἡ μητέρα της ἦταν στείρα καί ἀπέκτησε τήν Ἁγία μετά ἀπό θερμή καί συνεχή προσευχή.
Ὁ Κύριος πού ἱκανοποιεῖ τό θέλημα ἐκείνων πού Τόν σέβονται καί Τόν ἀγαποῦν, ἄκουσε τήν δέησή της. Καί πράγματι, μία ἡμέρα ἡ Συρίγα μπῆκε κατά τήν συνήθειά της στό ναό τῆς Θεοτόκου γιά νά προσευχηθεῖ καί ἀπό τόν κόπο τῆς ἔντονης καί ἐπίμονης προσευχῆς τήν πῆρε γιά λίγο ὁ ὕπνος. Τότε ἀκριβῶς εἶδε ἕνα θαυμαστό ὅραμα. Ἕνα φῶς ἰσχυρό καί λαμπρό βγῆκε ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος καί εἰσῆλθε στήν κοιλιά της. Ἔτσι ξύπνησε ἀμέσως καί ἔκρινε ὅτι τό ὅραμα αὐτό σήμαινε στήν ἱκανοποίηση τοῦ αἰτήματός της. Ἔτσι κι ἔγινε. Ὕστερα ἀπό λίγο καιρό ἡ Συρίγα ἔμεινε ἔγκυος καί ἔφερε στόν κόσμο τή μονάκριβη θυγατέρα της.
Μαζί μέ τήν Χριστιανική ἀνατροφή, ἔδωσαν στήν μοναχοκόρη τους καί κάθε δυνατή, γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, μόρφωση. Ἔτσι ἡ Ρηγούλα, αὐτό ἦταν τό ὄνομά της προτοῦ γίνει μοναχή, ὅσο αὔξανε κατά τήν σωματική ἡλικία, τόσο προέκοπτε καί κατά τήν ψυχή, ὅπως λέει τό συναξάρι της.
Σέ ἡλικία 14 χρονῶν, οἱ γονεῖς της τήν πάντρεψαν μέ ἕναν ἀπό τούς ἄρχοντες τῆς Ἀθήνας. Ἀργότερα, ἀφοῦ πέθαναν οἱ γονεῖς καί ὁ σύζυγός της, ᾖρθε ἡ ὥρα νά πραγματοποιήσει ἕνα μεγάλο πόθο της. Ἀφιερώνεται ἐξ ὁλοκλήρου στόν Χριστό, γίνεται μοναχή καί παίρνει τό ὄνομα Φιλοθέη.
Κατ’ ἀρχήν, ὕστερα ἀπό ἐντολή τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ Πρωτόκλητου, τόν ὁποῖο εἶδε σέ ὅραμα, οἰκοδόμησε ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι μέ ἀρκετά κελιά, στό ὁποῖο καί ἔδωσε τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου γιά νά τόν τιμήσει. Στό μοναστήρι πρόσθεσε καί ἄλλα ἀναγκαῖα οἰκοδομήματα καί ἐκτάσεις καί τό προικοδότησε μέ μετόχια καί ὑποστατικά, πού ὑπερεπαρκοῦσαν γιά τή διατροφή καί συντήρηση τῶν μοναζουσῶν.
Τό μοναστήρι αὐτό τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα σῳζόταν στήν Ἀθήνα, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐπί πολλά ἔτη μετά τήν κοίμηση τῆς Ἁγίας καί ἦταν πλουτισμένο, ὄχι μόνο μέ ὑποστατικά καί διάφορα μετόχια, ἀλλά καί μέ πολυειδή χρυσοΰφαντα ἱερατικά ἄμφια καί σκεύη, ἀπαραίτητα γιά τίς ἐτήσιες ἱερές τελετές καί ἀγρυπνίες. Προπαντός ὅμως τό μοναστήρι σεμνυνόταν καί ἐγκαλλωπιζόταν μέ τό θησαυρό τοῦ τιμίου καί ἁγίου λειψάνου τῆς Ἁγίας, τό ὁποῖο ἦταν ἀποθησαυρισμένο καί ἀποτεθειμένο στό δεξιό μέρος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὅπου καί τό ἀσπάζονταν μέ εὐλάβεια ὅλοι οἱ Χριστιανοί. Τό τίμιο λείψανο τῆς Ἁγίας σκορποῦσε εὐωδία, γεγονός πού ἀποτελοῦσε ἐμφανή μαρτυρία καί ἀπόδειξη τῆς ἁγιότητας αὐτῆς.
Τό παράδειγμά της, λοιπόν, νά ἀφιερωθεῖ στόν Χριστό, τό ἀκολουθοῦν καί ἄλλες νέες. Σέ λίγο διάστημα, ἡ μονή ἔφθασε νά ἔχει διακόσιες ἀδελφές.
Ἡ μονή τῆς Ὁσίας Φιλοθέης γίνεται πραγματικό λιμάνι. Ἐκεῖ βρίσκουν προστασία ὅλοι οἱ ταλαιπωρημένοι ἀπό τήν σκλαβιά. Ἐκεῖ οἱ ἄρρωστοι βρίσκουν θεραπεία, οἱ πεινασμένοι τροφή, οἱ γέροντες στήριγμα καί τά ὀρφανά στοργή.
Ἡ Ὁσία, παρά τίς ἀντιδράσεις τῶν Τούρκων, οἰκοδομεῖ διάφορα φιλανθρωπικά ἱδρύματα, νοσηλευτήρια, ὀρφανοτροφεῖα, «σχολεῖα διά τούς παῖδας τῶν Ἀθηναίων, διά ν’ ἀνοίξῃ τούς ὀφθαλμούς αὐτῶν πρός τήν παράδοσιν καί τήν δόξαν τῶν προγόνων των». Πρωτοστατεῖ σέ ὅλα αὐτά τά ἔργα ἡ ἡγουμένη Φιλοθέη. Διδάσκει μέ τά λόγια καί μέ τή ζωή της. Στηρίζει τούς πονεμένους σκλάβους μέ τήν προσευχή της. Ἰδιαίτερες εἶναι οἱ φροντίδες της γιά νά σώσει ἀπό τόν ἐξισλαμισμό ἢ τήν ἁρπαγή τῶν Τούρκων τίς νέες Ἑλληνίδες.
Ἡ ὅλη ὅμως δράση τῆς Ἁγίας Φιλοθέης ἐξαγρίωσε κάποτε τούς Τούρκους. Κάποια στιγμή τήν συλλαμβάνουν καί ἐκείνη μέ πνευματική ἀνδρεία ὁμολογεῖ: «Ἐγώ διψῶ νά ὑπομείνω διάφορα εἴδη βασανιστηρίων γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖο λατρεύω καί προσκυνῶ μέ ὅλη μου τήν ψυχή καί τήν καρδιά, ὡς Θεό ἀληθινό καί ἄνθρωπο τέλειο καί θά σᾶς χρωστάω μεγάλη εὐγνωμοσύνη ἂν μπορεῖτε μία ὥρα πρωτύτερα νά μέ στείλετε πρός Αὐτόν μέ τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου». Ὕστερα ἀπό τήν ἡρωική αὐτή ἀπάντηση πρός τούς κατακτητές, ὅλοι πίστευαν ὅτι ἡ πανευτυχής καί φερώνυμη Φιλοθέη ἐντός ὀλίγου θά ἐτελειοῦτο διά τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Ὅμως, κατά θεία βούληση, τήν τελευταία σχεδόν στιγμή πρόφθασαν κάποιοι Χριστιανοί καί καταπράϋναν τόν ἡγεμόνα μέ διάφορους τρόπους. Ἔτσι πέτυχαν νά ἐλευθερώσουν τήν Ἁγία.
Ἀφεθεῖσα πλέον ἐλεύθερη, ἡ Ἁγία Φιλοθέη, ἐπέστρεψε ἀναίμακτη στό μοναστήρι της, ὅπως ἐπί Μεγάλου Κωνσταντίνου ὁ μυροβλύτης Νικόλαος καί πολλούς αἰῶνες ἀργότερα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Φρόντιζε δέ, ὄχι μόνο γιά τή σωτηρία τῆς δικῆς της ψυχῆς ἀλλά καί τῶν ἄλλων, ἀφοῦ τούς μέν ἐνάρετους τούς στερέωνε στήν ἀρετή, τούς δέ ἁμαρτωλούς τούς βελτίωνε ἠθικά καί τούς ὁδηγοῦσε στή μετάνοια. Καί ἀποκλειστικά γιά τό σκοπό αὐτό πέρασε στή νῆσο Τζιά (Κέα), ὅπου πρό πολλοῦ εἶχε οἰκοδομήσει μετόχι, γιά νά ἀποστέλλει ἐκεῖ τίς μοναχές ἐκεῖνες πού φοβοῦνταν γιά διαφόρους λόγους νά διαμένουν στήν Ἀθήνα. Στήν Τζιά ἔμεινε ἀρκετό χρόνο καί κατήχησε θεαρέστως τίς ἀσκούμενες ἀδελφές στήν ἀκριβή τήρηση τῶν κανόνων τῆς μοναστικῆς ζωῆς. Μόλις τελείωσε τό ἔργο της ἐκεῖ, ἐπέστρεψε καί πάλι στήν Ἀθήνα.
Ἔτσι λοιπόν, ἡ Ἁγία Φιλοθέη, ἀφοῦ ἔφθασε στήν τελειότητα καί στήν πράξη καί στήν θεωρία, ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό νά ἐπιτελεῖ θαύματα, ἀπό τά ὁποῖα, πρός ἀπόδειξη τοῦ θαυματουργικοῦ της χαρίσματος, θά μνημονεύσουμε ἕνα μόνο, τό ἀκόλουθο: Ζοῦσε στήν ἐποχή της ἕνας νέος, ποιμένας προβάτων, ὁ ὁποῖος ἀπό πολύ μικρός εἶχε συνηθίσει στίς κλεψιές καί στίς ρᾳδιουργίες. Ὁ νέος αὐτός, κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, κυριεύθηκε ἀπό τόν Σατανᾶ. Ἐξ αἰτίας τούτου περιφερόταν στά βουνά καί στίς σπηλιές γυμνός καί τετραχηλισμένος, θέαμα ὄντως ἐλεεινό. Πολλές φορές, ὅταν συνερχόταν ἀπό τήν τρέλα, στήν ὁποία τόν εἶχε ὁδηγήσει ὁ Σατανᾶς, σύχναζε στά γύρω μοναστήρια γιά νά βρεῖ θεραπεία στήν ἀσθένειά του. Δέν μποροῦσε ὅμως νά πετύχει τίποτε. Κάποιοι, πού τόν εὐσπλαγχνίστηκαν, τόν ὁδήγησαν στήν Ἁγία Φιλοθέη ἡ ὁποία, ὕστερα ἀπό πολύ καί ἐκτενή προσευχή τόν λύτρωσε ἀπό ἐκείνη τή διαβολική μάστιγα. Ἔπειτα, ἀφοῦ τό νουθέτησε ἀρκετά, τόν εἰσήγαγε καί στήν τάξη τῶν μοναχῶν. Καί ἔτσι ὁ νέος ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἐκάρη μοναχός, πέρασε τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του μέ μετάνοια καί ἄσκηση, θαυμαζόμενος ἀπ’ ὅλους.
Μάταια οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦν νά ἀνακόψουν τήν δράση της. Ὥσπου μία νύχτα, στίς 2 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1588, πῆγαν στό μονύδριο πού εἶχαν οἰκοδομήσει στά Πατήσια (ἔτυχε τότε νά ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου καί ἡ Ἁγία μαζί μέ τίς ἄλλες ἀδελφές βρίσκονταν στόν ἱερό ναό ἐπιτελώντας ὁλονύκτια ἀγρυπνία) καί πέντε ἀπό αὐτούς ἀνέβηκαν στόν ἐξωτερικό τοῖχο καί πήδησαν μέσα στήν αὐλή. Στήν συνέχεια εἰσέβαλαν στό ναό, ὅπου ἅρπαξαν τήν Ἁγία καί τήν μαστίγωσαν μέ μανία καί βαναυσότητα. Τό ἀσκητικό της σῶμα δέν ἄντεξε πολύ. Ἡ Δορκάς τῶν Ἀθηνῶν ὑπέκυψε.
Εἴκοσι ἡμέρες μετά ἀπό τήν κοίμηση τῆς Ἁγίας, ὁ τάφος της εὐωδίαζε. Ἀκόμη, ὅταν μετά ἀπό ἕνα ἔτος ἔγινε ἡ ἀνακομιδή, τό τίμιο λείψανό της βρέθηκε σῶο καί ἀκέραιο. Ἐπιπλέον ἦταν γεμάτο μέ εὐωδιαστό μύρο, τρανή καί λαμπρή ἀπόδειξη τῆς θεάρεστης καί ἐνάρετης πολιτείας της, πρός δόξα καί αἶνο τοῦ Θεοῦ καί καύχημα τῆς πίστεώς μας. Τό ἱερό λείψανό της βρίσκεται σήμερα στόν Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὅσιων τήν ἔλλαμψιν, εἰσδεδεγμένη σεμνή, τήν πόλιν ἐφαίδρυνας, τῶν Ἀθηναίων τῇ σῇ, ἀσκήσει καί χάριτι· σύ γάρ ἐν εὐποιΐαις, διαλάμπουσα Μῆτερ, ἤθλησας δι’ ἀγάπην, εὐσεβῶς τοῦ πλησίον· διό σε ὦ Φιλοθέη, Χριστός ἐδόξασε.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Φιλοθέως ἤνυσας τήν βιοτήν σου, Φιλοθέη πάνσεμνε, καί τῶν Μαρτύρων κοινωνός, ὡς ἐναθλήσασα γέγονας, Ὁσιομάρτυς· διό εὐφημοῦμέν σε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τεθλιμμένων ἡ ἀρωγή, καί κινδυνευόντων, προστασία ἡ ἀσφαλής, Μῆτερ Φιλοθέη, Χριστοῦ Ὁσιομάρτυς, Ὁσίων καί Μαρτύρων, ἡ ἰσοστάσιος.