Εκτύπωση

matiaΈνα δειλινό στο λεωφορείο
Κάθομαι καί παρατηρῶ ἀπέναντί μου τίς δυό χρωματιστές χάντρες. Μοιάζουνε γυάλινες. Τό χρῶμα τους δέν εἶναι ἑνιαῖο• χωρίζεται σέ τρεῖς δακτυλίους: ὁ ἐξωτερικός εἶναι ἄσπρος, ὁ ἐσωτερικός – μᾶλλον κύκλος εἶναι κι ὄχι δακτύλιος – μαῦρος κι ὁ ἐνδιάμεσος ἔχει ἕνα βαθύ καφέ χρῶμα. Δείχνουν ἄψυχες, χωρίς ζωή – καί ὅμως, κινοῦνται. Ἀπέναντί τους, ἄλλες δυό, γυάλινες κι αὐτές, στά ἴδια χρώματα. Μόνο πού ὁ ἐνδιάμεσος δακτύλιος εἶναι γαλάζιος. Κι αὐτές ἄψυχες, νεκρές.
Μπαίνει πολύς κόσμος στή στάση πού φτάσαμε κι ἔτσι σηκώνομαι καί παραχωρῶ τή θέση μου σέ μιά γηραιά κυρία. Ἀκουμπῶ τήν πλάτη μου σ’ ἕνα κάθετο σίδερο κοντά στό παράθυρο. Ὡραῖα, τουλάχιστον ἀπό ἐδῶ θά εἶναι πιό εὔκολο γιά μένα νά παρακολουθῶ αὐτά τά δυό ζευγάρια χάντρες, πού ἀπό τήν ἀρχή μοῦ τράβηξαν τήν προσοχή.
Δέ λαθεύω. Ζοῦν. Κινοῦνται. Ὅταν τά κοίταζα στήν ἀρχή, αὐτά τά δυό ζευγάρια μάτια, πραγματικά φαίνονταν νεκρά – σάν κάποιο κακό χέρι νά εἶχε ἀφαιρέσει ἀπό τίς κόγχες τό περιεχόμενο καί νά ἔβαλε στή θέση τους ἀπό μία χάντρα. Παρατηρῶ καλύτερα τώρα: ἕνας νεαρός καί μία νέα –δέ φαίνονται πολύ μεγαλύτεροι ἀπό τήν ἡλικία μου. Ἔχουν κάτι τό ἰδιαίτερο ἐπάνω τους: δείχνουν νά ἔχουν φύγει ἀπό αὐτό τόν κόσμο. Νά περπατοῦν ἀλλοῦ. Συζητοῦν καί τά λόγια τους βγαίνουν ἀργά καί μπερδεμένα. Κάθε λίγο, ὁ ἕνας ἀπό τούς δυό σκύβει πρός τό συνομιλητή του, ρωτώντας: «τί εἶπες;». Ἡ συζήτησή τους διεκδικεῖ βραβεῖο ἀσυναρτησίας. Τά σώματά τους γερτά, χαλαρά, ἕρμαια στό παραμικρό φρενάρισμα τοῦ λεωφορείου. Οἱ κινήσεις τους, πιό ἀργές καί δύσκολες ἀπό τά ἴδια τους τά λόγια. Καί τά μάτια τους… δυό ζευγάρια μάτια, σάν ἁπλές πολύχρωμες χάντρες. Καί ὅμως, κινοῦνται. Κινοῦνται καί μία λάμψη – κι ὄχι ἄψυχο γυάλισμα – φαίνεται διάχυτη πάνω τους. Μιά λάμψη πού ἐκφράζει τρόμο, ἀγωνία, ἀναζήτηση ἐξόδου διαφυγῆς ἀπό τήν τωρινή τραγική κατάσταση.
Ξέρω καλά ὅλα αὐτά τά συμπτώματα ποῦ ὀφείλονται. Μπορεῖς νά τά δεῖς κάθε βράδυ, περνώντας ἀπό τίς σκοτεινές γειτονιές τῆς ὡραίας μας πόλης. Ἐκεῖ πού τά πρωινά θά βρεῖς κορμιά στό δρόμο, σύριγγες πεταμένες, ζωές τσακισμένες.
Ναρκωτικά… πόσο γρήγορα μυεῖται ὁ ἀνυποψίαστος νεαρός. Πόσο εὔκολα κι οἱ δυό πού εἶναι μπροστά μου θά κατρακύλησαν. Θά μοῦ πεῖς: «θέμα χιλιοπαιγμένο, ἄς γυρίσουμε σελίδα». Πρόσεξε: ἀπό τήν ἀρχαιότητα πού ἐμφανίστηκαν τά πρῶτα ναρκωτικά, ἕως τώρα, στόν 21ο αἰώνα, κανείς δέν μπόρεσε νά σταματήσει τήν ὕπαρξή τους, τήν ἐξάπλωσή τους.
Συμφέροντα, χρήματα, μεγαλοεπιχειρηματίες τῶν ναρκωτικῶν ἐνεργοῦν ὥστε ζωές νέων νά καταστρέφονται. Τό χειρότερο: καταστρέφονται, ἀναζητώντας στίς οὐσίες ἕνα καταφύγιο, ἕνα τρόπο νά ξεφύγουν ἀπό τήν ἀδυσώπητη κοινωνία ὅπου γεννήθηκαν.
Ἔχω ἀρχίσει νά νιώθω ἄσχημα – βρίσκομαι μπροστά σέ δυό νέους ἀνθρώπους καί φοβᾶμαι ὅτι δέν μπορῶ νά τούς περιγράψω ὡς «ἕνας νέος καί μία νέα», ἀλλά μᾶλλον ὡς «ἕνα καί ἕνα»: ἕνα νούμερο στίς στατιστικές καί… ἄλλο ἕνα νούμερο στίς στατιστικές. Ἕνας χρήστης καί… ἄλλος ἕνας χρήστης. Ἕνα βαποράκι καί… ἄλλο ἕνα βαποράκι. Ἡ προσωπικότητα χάνεται: τό «ἕνας καί μία» γίνεται «δυό».
Ζωές διαλυμένες, προσωπικότητες καταρρακωμένες. Καί δέν ὑπάρχει ἐλπίδα νά ἀλλάξει κάτι: μπῆκες στό χορό, θά χορέψεις… μπῆκες στά ναρκωτικά, θά σέ σκοτώσουν…
Κι ἐγώ; Κατεβαίνω στή στάση «Πάρκο». Ἀνίκανος νά βοηθήσω. Ἦταν δίπλα μου κι ὅμως τόσο μακριά μου… Βλέπω τό λεωφορεῖο νά ξεμακραίνει καί τίς δυό ψηλόλιγνες σκιές – ζωντανά φαντάσματα νά ξεχωρίζουν ἀκόμα στό παράθυρο πού ἔχουν στηριχτεῖ γιά νά μήν πέσουν ἀπό τήν – μικρή πάντως – ἐπιτάχυνση.
Δάκρυα γεμίζουν τά δικά μου μάτια. Καί τά χείλη μου ἁπλώνονται γιά νά σχηματίσουν κραυγή. Κραυγή ἀγωνίας καί ἀπόγνωσης. Γιατί νά μήν ὑπάρχει κάποιος νά ἁρπάξει αὐτά τά παιδιά ἀπό τό χέρι, νά τά προφυλάξει ἀπό τίς οὐσίες καί, ἄν πέσουν, νά τά σηκώσει; Γιατί νά μήν ὑπάρχει ἐλπίδα; Γιατί οἱ ἴδιοι νά μή θέλουν νά ξεφύγουν, νά μήν ψάχνουν τό δρόμο τῆς λύτρωσης;
Πετάγομαι ξαφνιασμένος. Ἡ εἰκόνα μέ τίς δυό χάντρες ξαναπέρασε ἀπό τό νοῦ μου. Θυμᾶμαι τί ἔγραψα στήν ἀρχή. «Καί ὅμως, κινοῦνται». Ἡ κίνησή τους φανερώνει μιά ἀγωνία ἴδια μέ αὐτή τοῦ κυνηγημένου ἀγριμιοῦ, πού ψάχνει κάπου νά κρυφτεῖ καί νά γλιτώσει ἀπό τό σαρκοφάγο, πού κατά πόδας τό κυνηγᾶ. Ὄντως, κινοῦνται καί θέλουν νά ξεφύγουν. Ψάχνουν τό δρόμο. Ἴσως τελικά αὐτή νά εἶναι ἡ ἐλπίδα πού ἀναζητῶ.
Κι αὐτή ἡ λάμψη…
Δέν ἀρκεῖ νά ἀνακλαστεῖ ἁπλῶς, ὅταν θά πέσει στά δικά μου ἁμαρτωλά μάτια. Πρέπει νά συναντήσει Ἐκείνη, τήν Ἄλλη λάμψη, τό ἄκτιστο φῶς μέσα στό ἄγρυπνο ὄμμα τοῦ Θεοῦ. Καί νά γίνει, ὕστερα ἀπό τή συνάντηση αὐτή, λάμψη πού θά διαχέει φῶς ἐλπίδας καί χαρᾶς γιά τή ζωή, εὐχαριστίας, δοξολογίας.
Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά συνδράμω. Θυμᾶμαι τό τραγούδι «μές στίς ψυχές μας τό φῶς Σου σάν θά δεῖ, ἴσως κινήσει κάποιος νά ᾽ρθεῖ, Θεέ μου, νά Σέ βρεῖ». Θά τρέξω, θά βρῶ αὐτούς τούς νέους, τούς ἐξορισμένους ἀπό τή ζωή, νά τούς πιάσω – μέ ὅσες δυνάμεις μοῦ δώσεις – ἀπό τό χέρι, νά τούς τραβήξω ἀπό τό λάκκο τοῦ θανάτου ὅπου ἔπεσαν. Καί σάν μέ κοιτάξουν… θά Σοῦ προσφέρω, Κύριε, τούς ὀφθαλμούς μου. Ὄργανα ταπεινά, δίοδοι τοῦ Φωτός Σου νά γίνουν στά παντοδύναμα χέρια Σου. Καί νά φωτίσει αὐτό τά ἐξαθλιωμένα σώματα, τίς πονεμένες ψυχές. Νά ὁδηγήσει κοντά Σου ὅλες αὐτές τίς λαμπερές, τίς «γυάλινες χάντρες», πού, καί ὅμως… κινοῦνται.
Ζήνων, φοιτητής Μαθηματικῶν Παν/μίου ᾽Αθηνῶν
 
Απόσπασμα από το Περιοδικό “Η Δράση μας”, Τεύχος Μαρτίου 2011