Ὁ Ἅγιος Βενέδικτος καταγόταν ἀπό ἀγγλοσαξονική εὐγενή οἰκογένεια καί ὑπηρετοῦσε στήν αὐλή τοῦ βασιλέως Ὄσγουϊ τῆς Νορθαμπρίας.
Σέ ἡλικία 25 ἐτῶν ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί ἔγινε μοναχός. Μετέβη στήν Ρώμη, ὅπου διδάχθηκε τά τῆς μοναχικῆς πολιτείας ἀπό τούς ἐκεῖ μονάζοντες Πατέρες. Μέ ἐντολή τοῦ Πάπα Βιταλιανοῦ (657 – 672 μ.Χ.) συνόδευσε τόν Θεόδωρο, πού καταγόταν ἀπό τήν Ταρσό τῆς Κιλικίας († 19 Σεπτεμβρίου), στή Βρετανία καί διορίσθηκε Ἡγούμενος στή Μονή Ἁγίου Αὐγουστίνου Καντουαρίας. Παρέμεινε ἐκεῖ γιά μικρό χρονικό διάστημα καί στή συνέχεια ἀναχώρησε γιά τήν περιοχή τοῦ Γουεαρμάουθ, ὅπου ἵδρυσε μονές, οἱ ὁποῖες ἦσαν ὑπό τήν πνευματική καθοδήγησή του. Κάλεσε ἀπό τό ἐξωτερικό τεχνίτες, γιά νά διδάξουν στούς Ἄγγλους τήν τέχνη τῆς ἀνοικοδομήσεως ναῶν καί ἔκτισε τούς πρώτους λίθινους ναούς.
Σπουδαιότερος ἀπό τούς μαθητές του εἶναι ὁ Ἅγιος Βέδα (673 – 735 μ.Χ., † 27 Μαΐου), ὁ περίφημος συγγραφέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῆς Ἀγγλίας.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.