Ὁ Ἅγιος Ζηνόβιος καταγόταν ἀπό τήν Ἑλλάδα. Ἦταν σοφιστής καί δίδασκε ρητορική στήν Φλωρεντία. Ἀσπάσθηκε τή Χριστιανική πίστη, παρά τήν σθεναρή ἀντίδραση τῶν γονέων του, καί ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Φλωρεντίας τῆς Ἰταλίας. Σύντομα καί οἱ γονεῖς του βαπτίσθηκαν Χριστιανοί καί ἔγιναν μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Συνδέθηκε μέ πνευματική φιλία μέ τόν Ἅγιο Ἀμβρόσιο, Ἐπίσκοπο Μεδιολάνων καί τόν Ἐπίσκοπο τῆς Ρώμης Δάμασο (366 – 384 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος τόν ἀπέστειλε στήν Κωνσταντινούπολη λόγῳ τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί τῶν ταραχῶν πού προκαλοῦσαν στήν Ἐκκλησία οἱ αἱρετικοί. Ἀξιώθηκε ἀπό τόν Τριαδικό Θεό τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας καί κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 390 μ.Χ. ἐπί τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Δύσεως Ὀνωρίου.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.