Εκτύπωση

travelΕἶναι κάποιες φορές πού πιστεύεις ὅτι εἶσαι προετοιμασμένος ἤ τουλάχιστον ὑποψιασμένος γιά κάτι ἀναπάντεχο. Εἶναι ἐκεῖνες οἱ φορές πού βιώνεις τήν ψευδαίσθηση τῆς ἀσφάλειας. Κι ὅμως…
Ἔτσι ἔνιωθα ἐκεῖνο τό πρωινό τοῦ Αὐγούστου. Μόλις εἶχα φτάσει μέ τήν πρώτη (πολύ) πρωινή πτήση στήν κεντρική Εὐρώπη καί ἔτρεχα νά προλάβω τό τρένο πού θά με ταξίδευε στήν Πανεπιστημιούπολη ὅπου θά ξεκινοῦσα σέ λίγες μέρες τό Διδακτορικό μου. Ἦταν μία ἰδιαίτερα συγκινητική πτήση. Τό ἀεροσκάφος ἦταν γεμάτο ἀπό νέους καί νέες, ἐπιστήμονες καί φοιτητόκοσμο, πού ξεκινοῦσαν μία νέα ζωή, πού χαιρετοῦσαν τούς δικούς τους μέ ἐπιτηδευμένη σοβαρότητα, αλλά στήν ἀπογείωση πολλοί ἀπό μᾶς δέν ἀντέχαμε νά κοιτάξουμε ἀπό ψηλά τήν Ἑλλάδα. Πῶς νά κοιτάξεις τά περήφανα βουνά της, τά δαντελωτά της ἀκρογιάλια, τά γραφικά ἐκκλησάκια-βιγλάτορες τῆς ἀπεραντοσύνης τοῦ γαλάζιου; Πώς νά κοιτάξεις μία Πατρίδα στην περιδίνηση μιᾶς ἄκριτης «κρίσης»; Τί ἀσπίδα νά φορέσει ἡ ματιά σου γιά την Ἑλλάδα τῆς ψυχῆς σου;
Θέλαμε νά κατεβάσουμε τά σκιάδια τοῦ ἀεροσκάφους, σέ ἐκεῖνο τό γλυκό ξημέρωμα τῆς πρωινῆς πτήσης, νά μείνουμε ψύχραιμοι καί γενναῖοι, ἀλλά οἱ δακρυϊκοί πόροι μᾶς πρόδωσαν καί δάκρυα προσγειώθηκαν στίς παρειές μας την ὥρα τῆς ἀπογείωσης ἀπό μιά Πατρίδα πού αἱμορραγοῦσε. Ὁ χαμηλός φωτισμός τοῦ ἀεροσκάφους ἅπλωνε ἕνα προστατευτικό πέπλο γιά τά χέρια ὅσων ἀμήχανα και γρήγορα σκούπισαν τά πρῶτα ἐκεῖνα ἀναπάντεχα δάκρυα… Ἀντίο Ἑλλάδα, ὄμορφη καί παράξενη Πατρίδα!
Καλημέρα δευτεροπατρίδα, οἱ νεομετανάστες γέμισαν τήν αἴθουσα ἀφίξεων. Ἀνταποκρίσεις μέ ἄλλες πτήσεις καί τραῖνα, ὁ καθένας καί ἡ καθεμιά ἔτρεχε νά προλάβει τό ἑπόμενο μεταφορικό μέσο γιά τόν προορισμό τῆς πόλης πού θά ξεκινοῦσε μία νέα ζωή.
Τέλη Αὐγούστου καί ἀκόμη στήν Ἑλλάδα εἶχε ζέστη. Ντυμένος καλοκαιρινά, βρέθηκα μέ τήν βερμούδα καί το καλοκαιρινό μου μπλουζάκι ἀντιμέτωπος μέ τόν ἀμφιθυμικό καιρό τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης, τή δυνατή βροχή και τό κρύο.
Περιμένοντας τό Intercity στήν πλατφόρμα τοῦ Κεντρικοῦ Σιδηροδρομικοῦ Σταθμοῦ, ἄνοιξα ἀπό μία γωνία την μεγάλη μου βαλίτσα γιά νά βγάλω καί νά φορέσω μία ἀθλητική μακρυμάνικη μπλούζα καί βλέποντας τό Intercity νά εἰσέρχεται στήν πρώτη γραμμή ἐπιτάχυνα τίς κινήσεις μου.
Καθώς τράβηξα τήν φοῦτερ ἀπό τήν βαλίτσα, ὁποία ἔκπληξη! Μπροστά μου ξεδιπλώθηκε μία Ἑλληνική Σημαία! Συγκρατήθηκα. Ἔκανα ἕνα βῆμα πίσω, λές καί εἶδα κάτι τό ἀνοίκειο, κάτι τό περίεργο! Συνῆλθα ἀπό την ἔκπληξη καί ἐνῶ προσπαθοῦσα νά μεταβολίσω μέσα μου τό ἀπροσδόκητο αὐτό γεγονός, πῆρα τό κινητό μου καί τήν φωτογράφησα. Καί μέσα ἀπό τήν ὀθόνη τοῦ κινητοῦ μου, ἑστιάζοντας στή δραπετεύουσα ἐκ τῆς βαλίτσας Ἑλληνική Σημαία, ἔβλεπα τό τρένο μου σέ ἀργή κίνηση να κυλάει στίς ράγες, ναί, τό εἶχα χάσει λοιπόν.
Κάθησα ὀκλαδόν στήν πλατφόρμα τοῦ μεγάλου ἐκείνου σιδηροδρομικοῦ σταθμοῦ ἀκούγοντας τή βροχή νά χορεύει πάνω ἀπό τό κεφάλι μου, στό μεγάλο σιδερένιο ὑπόστεγο. Ἔφερα κοντά μου τίς βαλίτσες, φόρεσα τήν φοῦτερ και ἄφησα τόν ἑαυτό μου νά σκεφτεῖ. Νά ἀναλογιστεῖ. Νά ἀναπολήσει.
Θυμήθηκα λοιπόν τίς φορές πού ἔβαλα κρυφά Ἑλληνικές Σημαῖες στίς βαλίτσες τῶν κολλητῶν μου καί τῶν συγγενῶν μου, ὅταν τούς ξεπροβόδιζα γιά Μεταπτυχιακά, γιά Erasmus καί γιά δουλειά στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀμερική, στήν ξενιτιά. Πάντα τούς ἔβαζα μαζί κι ἕνα μικρό φάκελο πού εἶχε ὡς περιεχόμενο ἕνα Σταυρουδάκι, τό ποίημα τοῦ Δροσίνη «Χῶμα Ἑλληνικό» καί ἕνα πουγκί μέ μία φούχτα χῶμα ἀπό ἕνα γλαστράκι μέ βασιλικό πού χρωμάτιζε καί ἀρωμάτιζε τό περβάζι τοῦ δωματίου μου στήν Ἑλλάδα.
Πόση χαρά εἶχα μέσα μου πού δέν ἔπαιρναν χαμπάρι τήν δική μου παρέμβαση στή βαλίτσα τους! Πόσες δολοπλοκίες κάθε φορά ἐπινοοῦσα γιά νά ἀποσπάσω τήν προσοχή τους καί να καταφέρω νά χωρέσω ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή μία Ἑλλάδα στίς ἀποσκευές τους! (Μά… χωράει μία Ἑλλάδα σέ μία βαλίτσα;…). Κάθε φορά εὐχόμουν νά ἤμουν ἀπό μία γωνιά καί να ἔβλεπα τήν ἀντίδρασή τους, νά ἀντάμωνα τά μάτια τους στή θέα τῆς Ἑλληνικῆς Σημαίας, να ἄκουγα τόν χτύπο τῆς καρδιᾶς τους ὅταν αὐτή ἡ μικρή Ἑλληνική Σημαία θά ξεπρόβαλλε πανώρια, ζηλευτή, γλυκειά καί καμαρωτή μέσα ἀπό τή βαλίτσα τους! Νά τούς ἔβλεπα ἔστω να διαβάζουν τίς πρῶτες ρίμες ἀπό τό ποίημα τοῦ Δροσίνη… τά χέρια τους νά ἀγγίζουν
«χῶμα δροσισμένο μέ νυχτιᾶς ἀγέρι,
χῶμα βαφτισμένο μέ βροχή τοῦ Μάη,
χῶμα μυρισμένο ἀπ᾽ τό καλοκαίρι,
χῶμα εὐλογημένο»…,
τά χέρια τους νά σφίγγουν καί νά ἀγκαλιάζουν τή Σημαία! Νά φιλοῦν τό Σταυρουδάκι! Να νιώθουν ὅτι ξεκινοῦν μέ Χριστό καί Ἑλλάδα μία νέα ζωή! Αὐτό δέν κήρυττε καί ὁ Πατρο-Κοσμᾶς;
Πόσες φορές δέ δάκρυσα κρυφά στούς ἀποχαιρετισμούς μέ τούς φίλους μου! Πόσες φορές δέν ἀναρωτήθηκα πώς θά ἦταν νά ἤμουν κι ἐγώ σέ ἕνα ἀεροπλάνο καί νά ἔφευγα γιά σπουδές στό ἐξωτερικό! Καί πόσες φορές ἄκουγα τους φίλους μου, πού εἶχαν ἀνοίξει τίς βαλίτσες και μέ βουρκωμένη φωνή μέ εὐχαριστοῦσαν… Πόσες φορές!
Κάθισα λοιπόν στό σταθμό, ἀνάμεσα σέ ἕνα ἀέναο κυνηγητό ἐπιβατῶν καί τρένων, και ἔβλεπα τήν Ἑλληνική Σημαιούλα νά ἀνεμίζει μέσα στή βροχή καί τόν ἀέρα, περήφανη και ἀγέρωχη. Πόση δύναμη ἔπαιρνα ἀπό ἐκείνη τη Σημαία! Πόση ἐλπίδα ἀλλά καί εὐθύνη γιά το ὅτι εἶμαι Ἕλληνας! Πόση αἰσιοδοξία καί πίστη ὅτι θά καταφέρω νά κάνω περήφανη τήν Πατρίδα μου ἐκεῖ στά ξένα, ἀνάμεσα σέ τόσους ἀνελλήνιστους! Καί πόσο περίεργα χτυποῦσε ἡ καρδιά μου!
Χωρίς νά τό καταλάβω, σχεδόν ἀνεπαίσθητα, δάκρυα ἄρχισαν νά κυλοῦν ἀπό τά μάτια μου. Γιά τήν Πατρίδα μου. Γιά τήν Ἑλλάδα. Δέν τόλμησα νά τά σκουπίσω. Ἦταν δάκρυα εὐλογημένα, ἑλληνικά, νοσταλγικά, πατριωτικά. Τά πρῶτα μου δάκρυα στήν ξενιτιά… πού τά στέγνωνε ὁ ἀέρας ἐκείνης τῆς κρύας μέρας. Σκέφτηκα τήν οἰκογένειά μου, τούς φίλους μου, τούς γείτονές μου, τούς συμπατριῶτες μου, τήν ἴδια τήν Πατρίδα μου. Σκέφτηκα τίς δύσκολες ὧρες, τήν ὑπομονή, τά νέα δεδομένα. Τελικά, δέ θά μποροῦσε ποτέ μέσα μου νά εἶναι ἀλεξίπονη ἡ ἀγάπη μου γιά τήν Πατρίδα μου.
Νοσταλγία καί πόνος μαζί ἀγκαλιασμένοι γιά πρώτη φορά μέσα μου. Καί γύρω τους ἕνας παραδοσιακός λεβέντικος ἑλληνικός χορός ἀπό πεῖσμα νά τά καταφέρω, ἀπό συνέπεια, νά ζήσω μέ ἦθος, νά ἀσκηθῶ στήν προσπάθεια, νά ἀντανακλῶ Ἑλληνισμό. Εἶχα χάσει πιά τό βαφτιστικό μου ὄνομα. Ἤμουν «ὁ Ἕλληνας» πιά. Ἔτσι θά μέ κοιτοῦσαν τά μάτια τῶν ξένων. Ἔτσι θά μέ μετροῦσαν καί θά μ’ ἀξιολογοῦσαν. Καί δέν ἔνιωθα μόνος. Εἶχα παρέα δίπλα μου τή Σημαία, τήν ἔνιωθα να κυματίζει μέσα μου καί γύρω μου!
Δέν θυμᾶμαι πόση ὥρα ἤμουν ἐκεῖ καθισμένος περιμένοντας τό ἑπόμενο Intercity. Θυμᾶμαι ὅμως ὅτι χτύπησε τό κινητό μου. Ἦταν ὁ αὐτουργός ἀπό τήν Ἑλλάδα! Πῆρε για νά μέ ἀκούσει βουρκωμένο. Τά κατάφερε! Πώς ἀντιστράφηκαν οἱ ὅροι αὐτή τή φορά!
Τό μόνο πού μπόρεσα νά τοῦ ἀπαντήσω συγκινημένος ἦταν ὅτι ἔχασα τό τρένο μου και πώς περίμενα τό ἑπόμενο. Ἔκλεισα τό τηλέφωνο, ἔκλεισα τή βαλίτσα μου μαζί μέ την Ἑλληνική Σημαία καί μαζί τους ἔκλεισα μέσα στήν ψυχή μου τήν Ἑλλάδα γιά νά νιώσω το μεγαλεῖο νά μέ κατακλύζει!
Καί ἤμουν σίγουρος ὅτι κάπου μέσα στή βαλίτσα μέ περίμεναν ἀνυπόνα το Σταυρουδάκι, ὁ Δροσίνης καί ἡ φούχτα μέ τό χῶμα τό Ἑλληνικό…!
Ἦταν ἡ σειρά μου…
Κυρηναίος
Απόσπασμα από το Περιοδικό “Η Δράση μας”,
Τεύχος Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2012

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ