Εκτύπωση

iisousΕισαγωγή
Η πρόοδος της Φυσικής κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα υπήρξε τεράστια.
Μέχρι περίπου το 1920, η επιστήμη πίστευε πως το Σύμπαν είναι στατικό, χωρίς πουθενά να φαίνεται ότι άρχισε κάποτε, και η φιλοσοφία εύκολα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι είναι αιώνιο.
Ο Χώρος (ο Ουρανός δηλ. της Γραφής) θεωρούνταν αυτονόητος, χωρίς ανάγκη να δημιουργηθεί.
Ο Γαλαξίας μας, με τ’ αστέρια του (τους ήλιους δηλαδή) υπήρχαν μέσα στο χώρο, και έλαμπαν, υποτίθεται καίγοντας κάτι σαν κάρβουνο (οι πυρηνικές δυνάμεις ήταν άγνωστες). Αλλά τότε η ζωή τους δε θα μπορούσε να ξεπερνά τις 7-8 χιλιάδες χρόνια, δημιουργώντας ένα σωρό αντιφάσεις με τις ηλικίες των πετρωμάτων και της ζωής στη Γη. Το κέντρο του Γαλαξία μας (κάπου 25 χιλιάδες έτη φωτός μακριά από μας) και η ύπαρξη άλλων γαλαξιών ήταν άγνωστα.
Η κατάσταση αυτή έχει αλλάξει σήμερα. Η σημερινή επιστήμη πλησίασε τις θέσεις της Αγίας Γραφής πολύ περισσότερο από την επιστήμη του 1920. Το Σύμπαν μας έχει αρχή. Όχι μόνον η ύλη του, αλλά και ο χώρος του.
Η μεγαλειώδης αφήγηση της Γενέσεως
“Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. Ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. Καὶ εἶπεν ὁ Θεός• γενηθήτω φῶς• καὶ ἐγένετο φῶς. Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ὅτι καλόν• καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους. Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσεν νύκτα. Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα μία” (Γεν. στ΄ 1-5).
Πρωταρχικές υποθέσεις της επιστήμης
Για να μιλήσει για τη γένεση του Κόσμου η επιστήμη, ξεκινά από κάποιες εύλογες υποθέσεις
•    Οι φυσικοί νόμοι ίσχυαν αναλλοίωτοι από την πρώτη στιγμή. Είναι συνομήλικοι του χρόνου, του χώρου και της ύλης, και καθορίζουν την εξέλιξή τους.
•    Οι φυσικές σταθερές ήταν πάντα περίπου οι ίδιες, όπως τις μετρούμε σήμερα.
Συγκρίνοντας τις περιγραφές Αγίας Γραφής και Επιστήμης
Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν…
Στη γλώσσα της επιστήμης ο ουρανός είναι ο χώρος, και η γη είναι η (πρωταρχική) ύλη. Ο χρόνος, ο χώρος, η ύλη, οι φυσικοί νόμοι και οι δυνάμεις (που είναι και αυτές μορφές ύλης) γεννήθηκαν όλα μαζί εν αρχή… ακαριαία.
Κατά τη στιγμή μηδέν δεν υπήρχε το εδώ και το εκεί. Όλα τα σημεία του χώρου ήταν κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο κι αποτελούσαν ουσιαστικά ένα μόνο σημείο. Και μια τεράστια (ίσως άπειρη) ποσότητα ενέργειας ήταν μαζεμένη σ’ αυτό.
Και τότε έγινε η Μεγάλη Έκρηξη. Τα διάφορα σημεία του χώρου άρχισαν ξαφνικά να απομακρύνονται απ’ αλλήλων με εκρηκτική βιαιότητα. Έτσι ακαριαία δημιουργείται ο χώρος.
Κατά τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης, μαζί με τον χώρο γεννάται και η ύλη. Και ο χώρος γεμίζει από κβάντα φωτός (φωτόνια) και άλλα γνωστά και άγνωστα στοιχειώδη σωμάτια, που προφανώς αραιώνουν ταχύτατα, καθώς ο χώρος “φουσκώνει”.
Καθώς ο χρόνος κυλά, η απομάκρυνση των διαφόρων σημείων του χώρου γίνεται όλο και λιγότερο βίαια, συνεχιζόμενη ως σήμερα. Τη μελετούμε μετρώντας τις ταχύτητες απομάκρυνσης των διαφόρων γαλαξιών.
Ἡ δὲ γῆ ἦν … ἀκατασκεύαστος…
Κατά τη διάρκεια του πρώτου δευτερολέπτου έχουμε αλλεπάλληλες και ραγδαίες αλλαγές των μορφών της ύλης. Όμως μετά από τρία περίπου λεπτά, η κατάσταση κάπως σταθεροποιείται. Την ύλη τότε αποτελούσαν φωτόνια, πυρήνες υδρογόνου (που τους λέμε και πρωτόνια), ηλεκτρόνια και μερικά άλλα στοιχειώδη σωμάτια.
Στο τέλος των 3 πρώτων λεπτών, το Σύμπαν ήταν εκατομμύρια φορές μικρότερο του σημερινού, και η θερμοκρασία της τάξεως του 1 δισ. βαθμών Κέλβιν. Τότε λοιπόν άρχισαν να δημιουργούνται οι πρώτοι ελαφροί πυρήνες. Ο πρώτος πυρηνικός αντιδραστήρας που υπήρξε ποτέ, ήταν το Σύμπαν ολόκληρο! Όμως η θερμοκρασία ελλατωνόταν τόσο γρήγορα, ώστε μπόρεσε να λειτουργήσει μόνον για λιγότερο από είκοσι περίπου λεπτά. Και μόνο ελαφρούς πυρήνες, σαν το Ήλιο και το Λίθιο πρόλαβε να κατασκευάσει. Βεβαίως, το Σύμπαν εξακολουθούσε να περιέχει επιπλέον και φωτόνια, πρωτόνια (πυρήνες υδρογόνου) και ηλεκτρόνια, σε μεγάλες ποσότητες.
Αυτή λοιπόν ήταν η ακατασκεύαστος γη και το επίσης ακατασκεύαστο ύδωρ (τα πρωτόνια ίσως), μισή περίπου ώρα μετά τη Μεγάλη Έκρηξη.
…και σκότος επάνω της αβύσσου…
Παρ’ όλο που τα φωτόνια δημιουργήθηκαν από την πρώτη-πρώτη στιγμή, το πρωτόγονο Σύμπαν μέχρι την ηλικία των 300.000-400.000 ετών περίπου, ήταν αδιαφανές και συνεπώς σκοτεινό. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η θερμοκρασία του, που με το χρόνο βεβαίως συνεχώς ελλατωνόταν, ήταν ακόμα αρκετά υψηλή, ώστε να καθίσταται αδύνατη η δημιουργία ουδετέρων ατόμων. Μέχρι λοιπόν την εποχή εκείνη, την ύλη του Σύμπαντος αποτελούσε ένα πυκνό, θερμό και αδιαφανές πλάσμα από (εν μέρει) ηλεκτρικά φορτισμένα σωματίδια. Δεν υπήρχε ελεύθερα κινούμενο φως.
Τη σημερινή του διαφάνεια την απέκτησε το Σύμαπν λίγο-πολύ ξαφνικά, καθώς συμπλήρωνε τα πρώτα 300-400 χιλιάδες χρόνια της ζωής του. Ήταν τότε 1.100 φορές μικρότερο του σημερινού, και, καθώς ο χρόνος κυλούσε, διαστελλόταν και πάγωνε… Μόλις λοιπόν η θερμοκρασία του έπεσε κάτω από τους 3.000 Κέλβιν, τα ηλεκτρόνιά του δεσμεύθηκαν από τα πρωτόνια και τους πυρήνες Ηλίου, σχηματίζοντας ουδέτερα άτομα υδρογόνου και Ηλίου αντίστοιχα. Και το Σύμπαν έγινε ξαφνικά διαφανές και κατακλύσθηκε από φως.
Ήταν ένα εκτυφλωτικό φως που ερχόταν απ’ όλα τα σημεία του χώρου. Όπως σ’ ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι, όπου όλα γύρω ακτινοβολούν και καίνε… Αυτή είναι η στιγμή που η Αγία Γραφή περιγράφει με τη μεγαλειώδη φράση “Καὶ εἶπεν ὁ Θεός• γενηθήτω φῶς• καὶ ἐγένετο φῶς”…
Η ημέρα εκείνη η “μία”, δεν πέρασε ποτέ από στάδιο αυγής, κατά το οποίο το φως θα ρόδιζε από κάποιες μόνον πλευρές… Από την πρώτη στιγμή που ελευθερώθηκε, άστραφτε από παντού. Από μεσημβρίας ήρξατο η ημέρα η μία…
Τι απέγινε το πρωτόγονο εκείνο φως;
Στην επιστημονική γλώσσα αποκαλείται σήμερα Κοσμική Ακτινοβολία Υποβάθρου. Εξακολουθεί και τώρα να μας έρχεται από παντού, όπως τότε… Τώρα όμως το μήκος κύματός του είναι περίπου 1.100 φορές μεγαλύτερο, και η θερμοκρασία του 1.100 φορές μικρότερη από εκείνη των 3.000 Κέλβιν που είχε όταν πρωτοέλαμψε. Συνεπώς, έχει πια φύγει από την ορατή περιοχή και δεν μπορούμε να το δούμε με τα μάτια μας. Όμως με κατάλληλα όργανα μπορούμε να το μετρήσουμε, και με μεγάλη μάλιστα ακρίβεια.
Το πρώτο δειλινό
Ας πάμε πίσω στο χρόνο, … τότε που πρωτοέλαμψε το πρωτόγονο φως. Η ηλικία του Σύμπαντος ήταν περίπου 400.000 έτη. Καθώς ο χρόνος κυλούσε και το Σύμπαν μεγάλωνε…, μεγάλωνε μαζί του και το μήκος κύματος του φωτός εκείνου και αντίστοιχα άλλαζε και το χρώμα του. Ξεκίνησε σαν ένα μάλλον λευκό εκτυφλωτικό φως, και… σιγά-σιγά γινόταν όλο και πιο κόκκινο… Ώσπου έφυγε από την ορατή περιοχή, την εποχή που το Σύμπαν συμπληρώνει τα πρώτα του 10 εκατομμύρια περίπου χρόνια.  Η ημέρα η μία… τελείωσε μέσα στη φωτοπλημμύρα του πρώτου δειλινού! Δεν είχε αυγή… Είχε όμως μεσημβρία και δειλινό…
Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα μία
Το ανεπανάληπτο εκείνο δειλινό το ακολούθησε μια μακριά νύχτα, η οποία κατά κάποιον τρόπο θα συνεχίζεται μέχρι τη συντέλεια του κόσμου, έως ότου την ημέρα τη μία τη διαδεχθεί η ανέσπερος ημέρα της ατελεύτητης αιωνιότητας! Αισθάνομαι σαν να καταλαβαίνω γιατί ο Μωυσής αρίθμησε την πρώτη ημέρα διαφορετικά από τις άλλες…
Το πρωί, η αυγή της δευτέρας ημέρας, θα βρει τον παρατηρητή πάνω σε μια μοναδική κουκκίδα του σύμπαντος, τη γη μας, να παρακολουθεί το μεγαλειωδέστερο γεγονός της Δημιουργίας. Την προετοιμασία της κτίσεως για την υποδοχή του “βασιλέα’ της, η οποία κάποια στιγμή θα κορυφωθεί με την είσοδο του Βασιλέως των βασιλέων στην υλική δημιουργία.
Υποσημείωση
Σύμφωνα με την πιο πάνω ερμηνεία, τα γεγονότα που αναφέρονται στην “ημέρα τη μία” πραγματοποιούνται πριν γεννηθεί η Γη, γύρω στα 9,5 δις από την Αρχή. Είναι αυτή η πιο σωστή ερμηνεία των πέντε πρώτων στίχων της Γενέσεως; Δεν γνωρίζουμε. Πριν 80 περίπου χρόνια μια τέτοια ερμηνεία, ούτε καν σαν επιστημονική φαντασία θα μπορούσε να υπάρξει. Σε 80 χρόνια από τώρα ίσως άλλες ερμηνείες να υποστηριχθούν. Το κείμενο είναι Θεόπνευστο, ενώ η δική μας προσέγγιση ανθρώπινη. Θα πρέπει πάντως να θαυμάσουμε τη μεγαλειώδη αφήγηση του Μωυσέως, η οποία είναι αδύνατον να νοηθεί σαν ανθρώπινη έμπνευση.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ