Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βίκτωρ, Ζωτικός, Ζήνων, Ἀκίνδυνος, Καισάριος, Σεβηριανός, Χριστόφορος, Θεωνᾶς καί Ἀντωνίνος ὑπέστησαν μαρτυρικό θάνατο κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ..). Ὅλους αὐτούς τούς διαπρεπεῖς ἀθλητές τῆς χριστιανικῆς πίστεως τούς ἔδωσε στόν Χριστό ὁ Μεγαλομάρτυς Γεώργιος μέ τό τροπαιοφόρο μαρτύριό του. Καί οἱ μέν Βίκτωρ, Ἀκίδυνος, Ζωτικός, Ζήνων καί Σεβηριανός, πού ἦταν εἰδωλολάτρες ἰδιῶτες, αἰσθάνθηκαν μέσα τους στό χριστιανικό φῶς, ὅταν εἶδαν τόν Ἅγιο Γεώργιο ἀβλαβή ἐπάνω στόν περιστρεφόμενο τροχό. Τότε μέ μία φωνή καί οἱ πέντε κήρυξαν Χριστιανούς τούς ἑαυτούς τους. Ὁ εἰδωλολάτρης ἄρχοντας, πού, πρίν τή δήλωση αὐτή, ἦταν ἤδη ἐξοργισμένος ἀπό τούς θριάμβους τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ἐξεμάνη. Ἀμέσως λοιπόν τούς ἀποκεφάλισε.
Ὁ δέ Χριστόφορος, ὁ Θεωνᾶς, ὁ Καισάριος καί ὁ Ἀντωνίνος ἦταν ἀπό τούς δορυφόρους τοῦ βασιλέως καί παρακολουθοῦσαν μέ κατάπληξη καί θαυμασμό ὅσα θαυμάσια ἐκδηλώθηκαν ἀπό τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Καί οἱ τέσσερις ἦταν ἐνάρετοι καί τίμιοι ἄνδρες, καί ἀκολουθοῦσαν τό νόμο τῆς συνειδήσεως. Γι’ αὐτό καί βρῆκαν χάρη κοντά στόν Θεό. Ὅσα εἶχαν ἀκούσει προηγουμένως γιά τούς Χριστιανούς, δηλαδή γιά τήν δύναμη τῆς πίστεώς τους καί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πού τούς ἐνισχύει, παρουσιάζονταν ἤδη ἐνώπιόν τους. Καί ἡ πίστη ἐκείνη ἔκανε τό θαῦμα της καί στίς δικές τους ψυχές. Ἡ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποκαλυπτόταν μπροστά στά μάτια τους. Τά νέφη τῆς εἰδωλολατρίας τους διασκορπίζονταν ἀπό μπροστά τους, καί ἦλθε ἡ στιγμή, κατά τήν ὁποία ἡ χριστιανική φλόγα ἀνεφλέγη ἐντός τους καί σέ περίσταση πάνδημη προέβησαν σέ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ. Τότε τούς συνέλαβαν καί κατεβλήθησαν πολλές προσπάθειες γιά νά ἀνακαλέσουν τίς ὁμολογίες τους. Ἀρνήθηκαν ὅμως ἐπανειλημμένως καί ὁριστικά. Τότε διατάχθηκε ὁ θάνατός τους. Ἔσκισαν τά πλευρά τους καί τοποθέτησαν ἀναμένες λαμπάδες στίς ἀνοιχτές πληγές. Οἱ ἡρωικοί ὁμολογητές ὅμως ἔμεναν μέ σταθερή τή γνώμη. Τά ἀξιώματα τούς φαίνονταν ὄχι πλέον μάταια ἀλλά ἄτιμα, καθώς προέρχονταν ἀπό ἄρχοντες διῶκτες τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Καί τό νά πεθάνουν γιά τόν Χριστό, προσδοκώντας ἀνάσταση νεκρῶν, ἦταν γι’ αὐτούς ἡ ἀνατολή τῆς πιό χαρούμενης καί τῆς πιό λαμπρῆς ζωῆς. Τέλος τούς ἔριξαν στή φωτιά καί μέσα στίς φλόγες της κοσμήθηκαν μέ ἀμάραντα μαρτυρικά στέφανα. Ἦταν τό ἔτος 303 μ.Χ.