Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος γεννήθηκε στά Καρδάμυλα τῆς Χίου τό 1750 ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς καί τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος. Σέ νεαρή ἡλικία οἱ γονεῖς του τόν ἀφιέρωσαν στήν Ἐκκλησία, γιά νά τόν σώσουν ἀπό τήν ἀρρώστια τοῦ λοιμοῦ. Στήν συνέχεια εἰσῆλθε στή Νέα Μονή, ὅπου ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Νικηφόρος. Διακρίθηκε γιά τούς μοναχικούς του ἀγῶνες, ἀλλά καί γιά τήν εὐφυΐα καί τή φιλομάθειά του. Γιά τόν λόγο αὐτό, οἱ πατέρες τῆς Μονῆς τόν ἔστειλαν στή Χώρα, γιά νά συνεχίσει τίς σπουδές του, ὑπό τήν ἐπίβλεψη καί χειραγωγία τοῦ περίφημου διδασκάλου Νεοφύτου τοῦ Καυσοκαλυβίτου. Μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν του δίδαξε ὡς δάσκαλος στή σχολή, ὅταν σχολάρχης ἦταν ὁ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος. Ἐκεῖ δίδαξε μέχρι τό 1802, ὁπότε ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία τῆς μονῆς καί συνέγραψε τήν ἱστορία της. Λόγω τῆς ἀκαταστασίας στή μονή καί τῶν ποικίλων ἀντιδράσεων ὁρισμένων πατέρων, ἀπομακρύνθηκε ἀπό αὐτήν καί κατέφυγε στό Μεστά, στό μονύδριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου μόναζε καί ὁ Ἰωσήφ ἀπό τά Ἄγραφα.
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1821.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.