Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης, κατά κόσμο Γεώργιος Γκοβόροβ, γεννήθηκε στίς 10 Ἰανουαρίου 1815 στό χωριό Ὄρελ τῆς Ρωσίας. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Βασίλειος καί Τατιάνα. Σπούδασε στό ἐκκλησιαστικό σεμινάριο τοῦ Λιβένκ καί στή θεολογική ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Στίς 11 Φεβρουαρίου 1841 κείρεται μοναχός καί λαμβάνει τό ὄνομα Θεοφάνης. Ἐργάσθηκε Ἱεραποστολικά καί τό 1855 ἀνέλαβε τή διεύθυνση τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς Ὅλονετς. Τό ἔτος 1856 ταξίδεψε γιά ἐκκλησιαστικές ὑποθέσεις στήν Κωνσταντινούπολη καί στίς 29 Μαΐου 1859 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ταμπώφ καί Βλαντιμίρ.
Λίγο ἀργότερα ἀφιερώνεται στήν ἄσκηση καί ζεῖ ἔγκλειστος ἀκολουθώντας τόν βίο τῶν Ἁγίων Ἀσκητῶν τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης κοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 1894.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.