diax30
ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ

Παρασκευή
1 Νοεμβρίου

Κοσμά και Δαμιανού, Αναργύρων

Aitimata

Aitimata

Aitimata

OsiosAvramiosὉ Όσιος Αβράμιος γεννήθηκε στην περιοχή της Εδέσσης της Μεσοποταμίας, κατά τα τέλη του 3ου αιώνα. Οι ευγενείς και ευλαβείς γονείς του δεν είχαν άλλο γιο, κι ενώ σέβονταν τη διάπυρη ευσέβεια του τον ενύμφευσαν παρά τη θέληση του. Κατά τη διάρκεια της γαμήλιας εορτής ο Αβράμιος καθόταν μόνος με την καρδία συντετριμμένη. Έστειλε τότε ο Νυμφίος Χριστός ακτίνα γλυκύτατη αχτίστου χάριτος και φώτισε την καρδία του. Ο νεαρός Άβράμιος παρευθύς εγκατέλειψε σύζυγο, γονείς και τα αγαθά του κόσμου τούτου και αποσύρθηκε σ’ ένα απομονωμένο κελλί, όπου έμεινε επί επτά ήμερες προσευχόμένος, δίχως να φάει και να πιει. Οι γονείς του αναγνώρισαν τότε ότι ο Θεός τον εξέλεξε για την άγαθή μερίδα, για να φωτισθεί από την οικονομίαν του μυστηρίου του Χριστού (Έφεσ. 3, 9), και τον άφησαν να συνεχίσει τις θείες αναβάσεις του, μόνον μόνω τω Θεώ, έγκλειστο σ’ ένα μικρό κελλί, στο οποίο άνοιξαν στενή θυρίδα για να του δίνουν από καιρού εις καιρόν λίγο ψωμί και νερό, ίσα ίσα για τις ανάγκες της φύσεως. Ο Αβράμιος άνθησε εν κρυπτώ επί πενήντα χρόνια, φωτίζοντας τους τριγύρω του με την ακτινοβολία της αρετής του και στηρίζοντας τον κόσμο με την προσευχή του.
Η κωμόπολις Βέθ-Κιδυνά στα περίχωρα της Εδέσσης, κατοικείτο ακόμα τότε από ασεβείς ειδωλολάτρες και όλες οι προσπάθειες του τοπικού επισκόπου να τους κατηχήσει είχαν αποδειχθεί άκαρπες. Φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, ο επίσκοπος πήγε στον Αβράμιο συνοδευόμενος από τον κλήρο και του ζήτησε να δεχθεί την ιερωσύνη και να έλθει να κηρύξει τον λόγο του Ευαγγελίου στην περιοχή. Μετά από πολλές ικεσίες και άλλες τόσες απειλές, για να μην υποπέσει στο αμάρτημα της παρακοής, ο όσιος δέχθηκε, με δάκρυα στα μάτια, να εγκαταλείψει το ερημητήριό του και να αναλάβει το καθήκον αυτό. Επί τρία και πλέον έτη υπέμενε τα κτυπήματα, τις ύβρεις και την καταφρόνηση εκ μέρους των σκληρόκαρδων κατοίκων δίχως να εγκαταλείψει τις προσπάθειες του και τις προσευχές του για τη σωτηρία τους, και κατόρθωσε τέλος να φέρει στην ορθόδοξη πίστη περισσότερους από χίλιους κατοίκους, οι οποίοι έλαβαν το άγιο βάπτισμα. Επί ένα έτος έσπειρε τον Ευαγγελικό σπόρο μεταξύ του ποιμνίου του ώστε να φέρει πλείονα καρπό, και κατόπιν, φλεγόμενος πάντα από τον πόθο της ησυχίας, αποσύρθηκε κρυφά από τη δόξα και τις μέριμνες του κόσμου τούτου. Επέστρεψε στο κελλί του, όπου υπέστη αμείλικτο πόλεμο και επιθέσεις των δαιμόνων και χάρις στη δύναμη του Θεού, τους κατατρόπωσε.

Επειδή ο κατά σάρκα αδελφός του Αβραμίου είχε πεθάνει αφήνοντας μόνη στον κόσμο την επτάχρονη κόρη του Μαρία, ο Αβράμιος την πήρε κοντά του, την έβαλε σ’ ένα μικρό κελλί κοντά στο δικό του και την άφησε ν’ ανθήσει ως άνθος της ερήμου διά της εν προσευχή συνομιλίας της με τον Θεό, δίνοντάς της τις αναγκαίες νουθεσίες από μια μικρή θυρίδα που έβλεπε στο κελλί του. Η νεαρά κόρη έφθασε έτσι την ηλικία των είκοσι ετών και πρόκοπτε στα θεάρεστα έργα. Μία ήμερα όμως, υπέπεσε στην αμαρτία με εναν ακόλαστο μοναχό πού ερχόταν συχνά και επισκεπτόταν τον Όσιο. Και αντί να ικετεύσει Εκείνον ο οποίος ενανθρώπησε για τη σωτηρία των αμαρτωλών, η Μαρία υπέπεσε στο εισέτι φρικτότερο αμάρτημα της απελπισίας. Ό διάβολος την έπεισε ότι ο Θεός δεν θα μπορούσε ποτέ να ελεήσει εκείνη που κατασπίλωσε την παρθενία της και το αγγελικό Σχήμα. Αλλόφρων η Μαρία πήγε στη γειτονική πόλη και παραδόθηκε στην πορνεία. Επί δύο και πλέον ετη, καθημερινώς κυλούσε και πιο βαθιά στη βορβορώδη άβυσσο της αμαρτίας, ενώ ο Αβράμιος ανέπεμπε συνεχώς προσευχές προς τον Κύριο για να του αποκαλύψει πού είχε πάει η ανηψιά του. Από κάποιον ταξιδιώτη έμαθε πού κατέληξε η Μαρία και, προκρίνοντας τη σωτηρία των ψυχών από την ησυχία, το Σχήμα, την άσκηση και ακόμη και από τις προσευχές του, φόρεσε ένδυμα στρατιωτικό, μάζεψε τα λίγα χρήματα που είχε και μετέβη στο εργαστήριο της ακολασίας όπου η Μαρία ασκούσε το μιαρό της επάγγελμα, υποκρινόμένος ότι επιθυμούσε και εκείνος να απολαύσει τα κάλλη της. Παρήγγειλε δείπνο πολυτελές και για πρώτη φορά μετά πενήντα χρόνια έφαγε κρέας και ήπιε κρασί- κατόπιν αποσύρθηκε στα ιδιαίτερα με τη νεαρή κόρη. Αφού έκλεισε τη θύρα και βεβαιώθηκε ότι δεν μπορούσε να του ξεφύγει, ο Αβράμιος αποκάλυψε στην ανηψιά του ποιος ήταν, ενώ εκείνη είχε παραλύσει από την κατάπληξη και την καταισχύνη, δεν τολμούσε να τον κοιτάξει και είχε τα μάτια της καρφωμένα στο πάτωμα. Ο Όσιος της μίλησε με πραότητα, χωρίς διόλου να την ψέξει. Με δάκρυα στα μάτια της υπενθύμισε την αγαλλίαση της ασκητικής βιοτής και της παρθενίας, την έπεισε ότι άπειρο είναι το έλεος του Θεού και υπερβαίνον παν αμάρτημα, ότι η μόνη ασυγχώρητη αμαρτία είναι ακριβώς η απελπισία. Για να την ενθαρρύνει, πρόσθεσε: «Έλα, τέκνον, ας επιστρέψουμε στα κελλιά μας. Επάνω μου παίρνω την ανομία σου και εγώ θα απολογηθώ γι’ αυτήν ενώπιον του Χριστού την ημέρα της φοβεράς Κρίσεως. Εσύ, έλα απλώς στο κελλί σου, ξαναγύρισε στην άσκησή σου και την προσευχή και στάσου εκ νέου ενώπιον του πανοικτίρμονος Θεού». Γλυκά δάκρυα συντριβής κύλησαν στο πρόσωπο της Μαρίας όταν άκουσε τα λόγια αυτά, και δέχθηκε να φύγει μαζί του από το πανδοχείο της αμαρτίας και να εγκαταλείψει τον ακόλαστο βίο. Ξανακλείσθηκε στο στενό κελλί της με τόσο ζήλο και με τόσα δάκρυα, ώστε δεν άργησε όχι μόνον να λάβει από τον Θεό συγχώρηση των αμαρτιών, αλλά και το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Αφού διήνυσε θεάρεστο βίο, ο Όσιος Αβράμιος εκοιμήθη εν ειρήνη το 366, και πέντε χρόνια αργότερα ανεπαύθη και η ανηψιά του.

Πηγή: http://vatopaidi.wordpress.com

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Ζωῆς τῆς φθειρομένης λιπών τάς ἀπολαύσεις, ἐν τῇ τῶν μελλόντων ἐλπίδι, Ἀβράμιε θεοφόρε, ὁσίως ἐβίωσας ἐν γῇ, καί χρῖσμα ὑπεδέξω ἱερόν· διά τοῦτο ὡς τοῦ Λόγου μυσταγωγός, κατηύγασας τούς βοῶντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοvτάκιοv. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν σαρκί ὡς ἄγγελος, ἐπί τῆς γῆς ἀνεδείχθης, καί ἀσκήσει γέγονας, πεφυτευμένον ὡς δένδρον, ὕδατι, τῆς ἐγκρατείας καλῶς αὐξήσας, ῥεύμασι, τῶν σῶν δακρύων ῥύπον ἐκπλύνας· διά τοῦτο ἀνεδείχθης, δοχεῖον θείου, Ἀβράμιε Πνεύματος.

Μεγαλυνάριον.
Τό δοθέν σοι τάλαντον πρός Χριστοῦ, πόνοις ἐγκρατείας, ἐγεώργησας δαψιλῶς, καί ὡς Ἱεράρχης, αὐτό ἐπηυξημένον, Ἀβράμιε προσάγεις, τῷ σέ δοξάσαντι.