diax30
ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ

Πέμπτη
25 Απριλίου

Μάρκου του Ευαγγελιστού

Aitimata

Aitimata

Aitimata

ouranosΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΘΕΟΥ

Κλεισμένος μέσα στά ὅρια τῆς κτιστότητάς του ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά συλλάβει, νά κατανοήσει, νά ἐλέγξει καί νά ἐκφράσει ὅσες ἔννοιες, εἰκόνες, σχέσεις καί παραστάσεις ἐμπίπτουν στήν περιοχή τοῦ ἐπιστητοῦ, στό γνωσιολογικό δηλαδή φάσμα, μέσα στό ὁποῖο μπορεῖ νά κινηθεῖ ὁ νοῦς του. ᾿Ακόμα καί ὅταν θέλει νά ἐκφράσει ὑπερβατικές ἔννοιες, εἶναι ἀναγκασμένος νά χρησιμοποιεῖ λέξεις κτιστές, συμβατικές, προϊόντα τῆς ἀνθρώπινης πεπερασμένης λογικῆς. ῾Ο λόγος ὁ ἀνθρώπινος, εἴτε ὡς σκέψη εἴτε ὡς ἔκφραση, ὅσο λεπτός καί πνευματικός κι ἄν εἶναι, εἶναι ἔνυλος, ὑλικός, ὅπως ἔνυλη εἶναι ἡ πραγματικότητα μέσα στήν ὁποία ζοῦμε.
῾Ο Θεός εἶναι ἄυλος, ἄκτιστος. Κάθε συνεπῶς φυσική κίνηση τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ νά συλλάβει τό θεῖον, καθίσταται ἀτελέσφορη ἐξ ἑαυτῆς. Μόνον ὁ Θεός μπορεῖ νά καλύψει τό ἀβυσσῶδες χάσμα μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου καί νά ἀποκαλυφθεῖ στόν ἄνθρωπο. Καί πάλι ὅμως ὄχι «ὡς ἔστιν ἀληθῶς», ἀλλά συγκαταβατικῶς, ὅπως ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά Τόν ἐννοήσει.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, ἔχοντας σαφή ἐπίγνωση τῆς ἀβύσσου πού χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό, ἰλιγγιοῦν καί φρίττουν ὅταν πρόκειται νά καταθέσουν λόγο περί τοῦ θείου. Γι᾿ αὐτό καί συχνά ἐπιχειροῦν νά προσεγγίσουν τή θεία Μεγαλειότητα μέ μιά ἀντίστροφη κίνηση τῆς λογικῆς. Μέ τό νά δηλώσουν δηλαδή τό θεῖον ὄχι καταφατικά ἀλλά ἀποφατικά, ὄχι μέ θέσεις ἐννοιῶν ἀλλά μέ ἄρσεις, ὄχι τί εἶναι ὁ Θεός ἀλλά τί δέν εἶναι. Πρόκειται γιά τήν ἀποφατική θεολογία.
***
Σέ μιά ἀπό τίς ποιητικές συνθέσεις του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁμιλεῖ περί Θεοῦ. Προτίθεται νά ὑμνήσει τόν Θεό. ᾿Αφήνει λοιπόν τόν νοῦ του, ἀετό ὑψιπέτη τῆς θεολογίας, νά ἀκροζυγιασθεῖ ἐπάνω ἀπό τίς ἰλιγγιώδεις ἀβύσσους τῆς θείας Μεγαλειότητος. Κι ἀπό τίς περιοχές ἐκεῖνες νά μεταφέρει στή γῆ καί νά περικλείσει σέ λίγες γραμμές τήν ἐμπειρία του.
Τό ἀποτέλεσμα τοῦ ἐγχειρήματος τό ἔχουμε μπροστά μας. ῾Ο θεολόγος Γρηγόριος, ἐνθουσιῶν ἐκφράζεται περί Θεοῦ ἀποφατικῶς. Καί κάτι ἐπιπλέον· ἀντιφατικῶς. ῾Ο λόγος εἶναι προφανής. Θέλει νά σπάσει κάθε φράγμα ἔλλογης σκέψης, δηλαδή κάθε ὅριο κτιστότητας. ῾Ο ὕμνος του «εἰς Θεόν», σέ δακτυλικό ἑξάμετρο, μεταφέρει τόν ἀναγνώστη στό ἐπέκεινα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, στά ἀπύθμενα βάθη τῆς θείας ἀπειρίας.
 
῏Ω πάντων ἐπέκεινα· τί γάρ θέμις ἄλλο σε μέλπειν;
Πῶς λόγος ὑμνήσει σε; σύ γάρ λόγῳ οὐδενί ῥητός.
Πῶς νόος ἀθρήσει σε; σύ γάρ νόῳ οὐδενί ληπτός.
Μοῦνος ἐών ἄφραστος· ἐπεί τέκες ὅσσα λαλεῖται.
Μοῦνος ἐών ἄγνωστος· ἐπεί τέκες ὅσσα νοεῖται.
Πάντα σε καί νοέοντα καί οὐ νοέοντα γεραίρει.
Ξυνοί γάρ τε πόθοι, ξυναί δ᾿ ὠδῖνες ἁπάντων.
᾿Αμφί σε· σοί δέ τά πάντα προσεύχεται· εἰς σέ δέ πάντα
Σύνθεμα σόν νοέοντα, λαλεῖ σιγώμενον ὕμνον.
Σοί ἔνι πάντα μένει· σύ δ᾿ ἀθρόα πάντα θεάζεις.
Καί πάντων τέλος ἐσσί, καί εἷς καί πάντα καί οὐδείς,
Οὐχ ἕν ἐών, οὐ πάντα· πανώνυμε, πῶς σε καλέσσω,
Τόν μόνον ἀκλήϊστον, ὑπερνεφέας δέ καλύπτρας
Τί νόος οὐρανίδης εἰσδύσεται; ῞Ιλαος εἴης,
῏Ω πάντων ἐπέκεινα· τί γάρ θέμις ἄλλο σε μέλπειν;


῏Ω ᾿Εσύ πού εἶσαι πέρα καί πάνω ἀπό κάθε τί· τί ἄλλο λοιπόν μπορεῖ κανείς νά ψάλει γιά Σένα;
Πῶς ὁ λόγος νά Σέ ὑμνήσει; ᾿Εσύ μέ κανένα λόγο δέν ὁρίζεσαι.
Πῶς ὁ νοῦς νά σέ κατανοήσει; ᾿Εσύ μέ κανένα νοῦ δέν γίνεται ἀντιληπτός.
Μόνος ᾿Εσύ εἶσαι ἄρρητος· ᾿Εσύ πού δημιούργησες ὅσα λέγονται.
Μόνος ᾿Εσύ εἶσαι ἀκατανόητος· ᾿Εσύ πού δημιούργησες ὅσα κατανοοῦνται.
᾿Εσένα ὅλα, καί τά λογικά καί τά ἄλογα, Σέ δοξάζουν.
Διότι ᾿Εσένα ὅλα ποθοῦν καί γιά Σένα ὅλα πονοῦν.
Τά πάντα ὑπάρχουν γύρω ἀπό Σένα. Σέ Σένα ὅλα προσεύχονται. Σέ σένα ὅλα, μόλις ἀντιληφθοῦν τά ἴχνη Σου, ψάλλουν ὕμνο σιωπηλό.
Μέσα σέ Σένα βρίσκονται ὅλα. Καί Σύ μ᾿ ἕνα βλέμμα Σου ἐποπτεύεις τά πάντα.
Καί ὁ σκοπός τῆς ὑπάρξεως τῶν πάντων εἶσαι Σύ. ᾿Εσύ εἶσαι ὁ ῞Ενας  καί τά πάντα καί ὁ Κανένας.
Οὔτε κάτι εἶσαι, οὔτε τά πάντα. Μυριώνυμε, πῶς νά Σέ ὀνομάσω ᾿Εσένα πού εἶσαι ὁ μόνος ἀνώνυμος; Καί ποιός οὐρανογέννητος νοῦς θά μπορέσει νά εἰσχωρήσει μέσα ἀπό τά παραπετάσματα πού βρίσκονται πάνω ἀπ᾿ τά σύννεφα; ῏Ω, συγχώρεσέ με
᾿Εσύ πού εἶσαι πέρα καί πάνω ἀπό κάθε τί· διότι τί ἄλλο μπορεῖ κανείς νά ψάλει γιά Σένα;

῾Ο «οὐρανίδης» νοῦς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καταφεύγει σέ ἀλλεπάλληλες ἀφαιρέσεις προκειμένου να ἐκφραστεῖ γιά τόν Θεό. Εἶναι ὁ Θεός γιά τόν Θεολόγο «ὁ ῞Ενας καί τά πάντα καί ὁ Κανένας». Τό ὑπερπλεονάζον πλήρωμα τῆς ὑπάρξεώς Του ὑπερβαίνει κάθε μέτρο, ἀκόμη καί αὐτή τήν ἄρνηση τοῦ μέτρου, τήν ἀπόφαση. Εἶναι ὁ Θεός «ὁ πάντων ἐπέκεινα».
Καί ταυτοχρόνως εἶναι αὐτός γύρω ἀπό τόν ῾Οποῖο καί μέσα στόν ῾Οποῖο βρίσκονται τά πάντα. Αὐτός πρός τόν ῾Οποῖο κατατείνουν τά πάντα. Τό τέλος καί ὁ σκοπός τῶν πάντων.
Καί κάτι πιό οἰκεῖο· Εἶναι ᾿Εκεῖνος τόν ῾Οποῖο ὅλα ποθοῦν καί γιά τόν ῾Οποῖο ὅλα πονοῦν.
Δέν ὑπάρχει ζωή χωρίς πόθο. ῞Ο,τι ζεῖ, ποθεῖ. Καί δέν ὑπάρχει πόθος χωρίς πόνο. ῞Ο,τι ποθεῖ, πονεῖ. Καί δέν ὑπάρχει ζωή ἔξω ἀπό τόν Θεό. Ποθοῦμε τή ζωή. Τόν Θεό ποθοῦμε. Γι᾿ Αὐτόν πονοῦμε.
῾Ο «ὕμνος εἰς Θεόν» τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου μᾶς ἀποκαλύπτει κάτι συγκλονιστικό· ῞Οτι τόν Θεό, πού εἶναι πέρα καί πάνω ἀπό κάθε τί, «ἐπέκεινα πάντων», μποροῦμε νά Τόν κλείνουμε μέσα μας, ὅταν Τόν ποθοῦμε. Καί ὅτι ὁ πόνος εἶναι τό εὐγενέστερο σημάδι τοῦ πόθου πρός τόν Θεό, τῆς ἀναζήτησης τοῦ Θεοῦ.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Η ΔΡΑΣΗΣ ΜΑΣ