diax30
ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ

Πέμπτη
25 Απριλίου

Μάρκου του Ευαγγελιστού

Aitimata

Aitimata

Aitimata

ellinika nisiaΑυγουστιάτικο απόγευμα στο νησί. Ένας ήλιος επιθετικός, καυτός τυλίγει καΐκια, λιόδεντρα, βράχια κι αυλές, λες και θέλει να λιώσει τις πέτρες! Η θάλασσα άσπρη στη φωτεινή αντανάκλαση. Στο πέλαγο ούτε ένα κυματάκι. Αχ, να φυσήξει λίγο, να δροσίσει…
Περπατάει χωρίς να βιάζεται ο Παναγιώτης στο πλακόστρωτο δρομάκι με τις ασβεστωμένες πεζούλες. Επιτέλους ρεπό! Είναι πολλή η κούραση στο μαγαζί. Πλάκωσε κόσμος στο νησί φέτος. Καλή σεζόν. Βγαίνει καλό μεροκάματο. Να βοηθήσει λίγο την οικογένεια, να οικονομήσει τα έξοδα των σπουδών του… Σήμερα όμως μπορεί να απολαύσει ένα δροσερό καφέ στο ακρογιάλι που θα του το ετοιμάσουν άλλοι!
Ο παπα-Γιώργης πέρασε δίπλα του βιαστικός. Τον χαιρέτησε. Όπως κάθε απόγευμα είχε ανάψει τα καντηλάκια στην Αγια-Μαρίνα, στον Πρόδρομο, στον Αϊ-Νικόλα και τώρα ανηφόριζε προς την Παναγιά.
–«Πώς αντέχει με τα ράσα στο λιοπύρι;», αναρωτήθηκε ο Παναγιώτης και ανασήκωσε τα σγουρά μαλλιά του να δροσιστεί. Στερέωσε τα γυαλιά ηλίου και συνέχισε το δρόμο του.
Απ’ τα στενά δρομάκια όλο και πληθαίνουν οι νησιώτες που ανηφορίζουν κατά την Παναγιά. Ακούστηκε από ψηλά, γλυκιά καμπάνα!
Από το ανοιχτό παράθυρο δίπλα του ένιωσε μυρωδιά λιβανιού …μοσχοβόλησε όλο το σοκάκι.
–Αχ ναι!… Δεκαπενταύγουστο! Ψιθύρισε και γέμισε γλυκιά νοσταλγία.
Του το είχε θυμίσει και η μάνα στο τηλέφωνο. Του θύμισε και τη νηστεία και τις παρακλήσεις κάθε απόγευμα στην Παναγία.
–«Δεν γίνονται αυτά εδώ, μάνα.», της είπε δυνατά. «…Ή μήπως γίνονται;», είπε ψιθυριστά μέσα του.
Κοντοστάθηκε αναποφάσιστος. Ύστερα έστριψε και πήρε να ανηφορίζει.
–«Γειααα!!», πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά του ο Αλέξης,ο συμφοιτητής του.
–«Φτου, ατυχία», σκέφτηκε και τον χαιρέτησε με συγκρατημένο χαμόγελο.
–«Για πού το ‘βαλες;», ρώτησε ο Αλέξης.
–«Να… πάω εδώ παραπέρα. Και συ;»
–«Εγώ; Μμμμ… να εδώ παραπάνω».
Ξαναείπαν «γεια… τα λέμε» και απομακρύνθηκαν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ο ένας δεξιά για παραπέρα και ο άλλος αριστερά για παραπάνω…
Και σε λίγο συναντήθηκαν κι οι δυο μπροστά στην πόρτα της Εκκλησίας. Ποιος να το ‘λεγε! Κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι. Αμήχανα στην αρχή. Ύστερα κούνησαν το κεφάλι με νόημα. Χαμογέλασαν φιλικά και προχώρησαν. Άναψαν μαζί το κεράκι τους. Έκαναν το σταυρό τους τρεις φορές, προσκύνησαν με ευλάβεια τις εικόνες, έσκυψαν βαθιά μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς και στάθηκαν σιωπηλοί μπροστά-μπροστά δίπλα στο ανοικτό παράθυρο.
–«Διάσωσον από κινδύνους τους δούλους σου, Θεοτόκε…», έλεγαν οι ψάλτες και οι μάνες έκαναν μετάνοιες στρωτές.
Η Παράκληση έφτασε στο τέλος. Έξω στον ουρανό άρχισαν να χύνονται τα χρώματα του δειλινού.
–«Θα ξαναβρεθούμε αύριο;», ρώτησε με φυσικότητα ο Αλέξης.
–«Δουλεύω… στο επόμενο ρεπό πάλι! Εκτός αν μπορέσω να δουλέψω σπαστό… πέρνα καμιά μέρα απ’ το μαγαζί να τα πούμε».
–«Έγινε, φίλε. Την Κυριακή, πάντως σε προσκαλώ σπίτι για χταποδάκι ψητό στα κάρβουνα».
–«Θα ᾿ρθω, σ ’ευχαριστώ», είπε ο Παναγιώτης και άρχισε να κατηφορίζει.
Δεν είναι μόνος.
Περαστικός
«Πρός τή ΝΙΚΗ», Αύγουστος 1015