Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 7 Ἰουλίου 2019, Γ΄ Ματθαίου (Ματθ. ς΄ 22-33)
Εἶπεν ὁ Κύριος• ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός• ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται• ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν• ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε• οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά• οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει• οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει• λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ• οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
1. Τὸ φῶς τῆς ψυχῆς
Μεγάλος ἀγώνας τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι τὸ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ ἀναγκαῖα πρὸς τὸ ζῆν. Ἀλλὰ σ᾿ αὐτὴ τὴν προσπάθειά του συχνὰ καταντᾶ νὰ γίνεται φιλάργυρος καὶ πλεονέκτης. Ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα τὸν μοναδικὸ Διδάσκαλο, τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, νὰ μᾶς διδάσκει μεγάλες ἀλήθειες ποὺ δίνουν τὴν τέλεια θεϊκὴ λύση στὸ φλέγον αὐτὸ ζήτημα ποὺ ἀπασχολεῖ ὅλους μας.
«Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός», εἶπε. Τὸ φῶς τοῦ σώματος εἶναι τὸ μάτι. Ἐὰν τὸ μάτι εἶναι ὑγιές, ὅλο τὸ σῶμα εἶναι φωτεινό· τὰ μέλη τοῦ σώματος, τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, κινοῦνται μὲ ἄνεση, διότι «βλέπουν» μὲ τὴ βοήθεια τῶν ματιῶν. Χάρη στὰ μάτια βλέπουμε τί κάνουμε. Ἂν ὅμως τὰ μάτια τυφλωθοῦν, τότε καὶ τὰ μέλη τοῦ σώματος «σκοτίζονται», δὲν «βλέπουν», δὲν ἔχουν πλέον ἀντίληψη τῆς γύρω πρα-γματικότητος καὶ γι᾿ αὐτὸ περιορίζουν πολὺ τὴ δραστηριότητά τους.
Ἀλλὰ τί σχέση ἔχει αὐτὸ μὲ τὴ φιλαργυρία; Ὁ Κύριος μιλάει συμβολικά. Τὸ μάτι τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ νοῦς του. Ἐὰν ὁ νοῦς εἶναι ὑγιής, ἐλεύθερος ἀπὸ πάθος, ὁποιοδήποτε πάθος, τότε ὅλη ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φωτεινή, βρίσκεται στὴν ἀλήθεια, κινεῖται ἐλεύθερα. Ἐὰν ὅμως ὁ νοῦς τυφλωθεῖ ἀπὸ τὸ πάθος π.χ. τῆς φιλαργυρίας, γιὰ τὸ ὁποῖο γίνεται λόγος ἐδῶ, τότε σκοτίζεται ὅλο τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ φιλάργυρος κυνηγᾶ τὸ χρῆμα, δὲν βλέπει τίποτε ἄλλο. Δὲν σκέπτεται τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του, οὔτε τὸ ὅτι μὲ τὶς ἀπάτες ποὺ διαπράττει γιὰ νὰ κερδίσει περισσότερα χρήματα, βλάπτει τοὺς συνανθρώπους του καὶ αὐτοκαταστρέφεται. Ἡ φιλαργυρία λοιπὸν ἐπιφέρει ὀλέθριο σκοτισμό.
2. Τὸ ἄλλο ἀφεντικὸ
Ὁ Κύριος ὅμως προσθέτει καὶ ἄλλο δεινὸ τῆς πλεονεξίας: τὸ ὅτι μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό. «Οὐ δύνασθε δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», λέει. Δὲν μπορεῖτε νὰ ὑπηρετεῖτε καὶ νὰ κάνετε ὑπακοὴ σὲ δύο «κυρίους», οἱ ὁποῖοι, ἐννοεῖται, δίνουν τελείως ἀντίθετες μεταξύ τους διαταγές. Οἱ δύο «κύριοι» εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὁ μαμωνᾶς. Ὁ μαμωνᾶς δὲν εἶναι ὁ διάβολος, ἀλλὰ ὁ πλοῦτος, τὸ χρῆμα, ποὺ ἐδῶ προσωποποιεῖται.
Ὁ φιλάργυρος εἶναι εἰδωλολάτρης, λατρεύει καὶ προσκυνᾶ τὸν πλοῦτο, τὴν ὕλη ἀντὶ γιὰ τὸν Θεό! Ὁ φιλάργυρος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι φιλόθεος, οὔτε ὁ φιλόθεος φιλάργυρος. Διότι οἱ δύο «κύριοι» ζητοῦν ἀπόλυτη ὑπακοή, ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο· καὶ ἡ ὑπακοὴ στὸν ἕνα κύριο συνεπάγεται ὁπωσδήποτε ἀπόρριψη τοῦ ἄλλου. «Ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει». Ἂς δώσουμε ἰδιαίτερη προσοχὴ στὰ ρήματα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος γιὰ νὰ τονίσει ὅτι αὐτὰ τὰ δύο εἶναι ἀδύνατο νὰ συνδυασθοῦν. Ὁ ἄνθρωπος ἢ θὰ μισήσει τὸν ἕναν (τὸν πλοῦτο) καὶ θὰ ἀγαπήσει τὸν Ἄλλον (τὸν Θεό), ἢ θὰ προσκολληθεῖ στὸν ἕναν (τὸν πλοῦτο) καὶ θὰ καταφρονήσει τὸν Ἄλλον (τὸν Θεό).
Φοβερὸ πάθος ἡ φιλαργυρία! Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φυλάξει ἀπὸ ἕνα τέτοιο κατάντημα, τὴ βδελυκτὴ καὶ καταστροφικὴ εἰδωλολατρία τοῦ χρήματος.
3. Ἔχουμε Πατέρα
Στὸ ὑπόλοιπο τῆς περικοπῆς ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει νὰ μὴν ἀγωνιοῦμε γιὰ τὴ συντήρησή μας. Τὸ θέμα αὐτὸ ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν πλεονεξία, διότι ἡ ἀγωνιώδης μέριμνα γιὰ τὴν ἐπιβίωση εἶναι ἡ ρίζα τῆς πλεονεξίας. Ὁ Κύριος ἐξηγεῖ πολὺ ἁπλὰ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀγωνιοῦμε γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῶν πρὸς τὸ ζῆν· ὄχι βέβαια νὰ μὴν ἐργαζόμαστε, ἀλλὰ νὰ μὴν ἀγωνιοῦμε· διότι μὲ τὴν ἀγωνία αὐτὴ δὲν κερδίζουμε τίποτε. Αὐτὸς ποὺ μᾶς συντηρεῖ εἶναι ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ὁ Πατέρας μας. «Οἶδεν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων», μᾶς εἶπε. Γνωρίζει ὁ ἐπουράνιος Πατέρας σας ὅτι ἔχετε ἀνάγκη ἀπὸ ὅλα αὐτά.
Ἂς μὴν πεῖ λοιπὸν κανείς: Μ᾿ ἐμένα θὰ ἀσχολεῖται ὁ Θεός; μὲ τὶς πρόσκαιρες ἀνάγκες μου; τί θὰ φάω, τί θὰ πιῶ, μὲ τί θὰ ντυθῶ; Ναί, μ᾿ ἐμᾶς ἀσχολεῖται καὶ θὰ μᾶς δώσει ὅλα τὰ ἀπαραίτητα. Ὁ Πατέρας μας μᾶς ἔδωσε τὴ ζωή, καὶ δὲν θὰ μᾶς δώσει τὴν τροφή, μὲ τὴν ὁποία συντηρεῖται ἡ ζωή; Μᾶς ἔδωσε τὸ σῶμα, καὶ δὲν θὰ φροντίσει γιὰ τὸ ἀναγκαῖο ἔνδυμα; Συντηρεῖ τὰ πουλάκια, ντύνει μὲ πολυτελὴ ἀμφίεση τὰ ἐφήμερα κρίνα ποὺ φυτρώνουν μόνα τους, καὶ δὲν θὰ φροντίσει γιὰ τὸν βασιλιὰ τῆς ὁρατῆς Δημιουργίας, τὸ ἀγαπημένο Του παιδί, τὸν ἄνθρωπο;
Ὅλα θὰ μᾶς τὰ δίνει, ἀρκεῖ νὰ Τὸν ἐμπιστευόμαστε ὡς παιδιά Του. Νὰ ἔχουμε στραμμένη τὴν προσοχὴ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον μας ὄχι στὰ ἐπίγεια ἀλλὰ στὰ οὐράνια· νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα, τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὅπου θὰ μᾶς εὐφραίνει ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μὲ τὰ ἀνέκφραστα ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας Του.
- Λεπτομέρειες
- Εμφανίσεις: 1260