Ἦταν ἀπό τήν Ἀδριανούπολη τῆς Παφλαγονίας καί ἔζησε τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι, ὅταν θά γεννιόταν ὁ Ἀλύπιος, ἡ μητέρα του εἶδε σέ ὄνειρο νά κρατάει ἕνα λευκό ἀρνί πού στά κέρατά του ἦταν τρεῖς ἀναμμένες λαμπάδες, πού σήμαινε τίς ἀρετές πού θά εἶχε τό παιδί πού θά γεννιόταν.
Οἱ γονεῖς του ἔδωσαν στόν Ἀλύπιο χριστιανική ἀνατροφή, πού στό πρόσωπό του ἐπέφερε καρπούς ἐκατονταπλασίονας. Εἶχε μεγάλη περιουσία, τήν ὁποία δαπάνησε στούς φτωχούς καί πάσχοντες τῆς περιοχῆς του. Διότι εὐχαρίστησή του ἦταν νά ἐκπληρώνει τό νόμο τοῦ Θεοῦ, πού προτρέπει τούς χριστιανούς νά εἶναι «συμπαθεῖς, φιλάδελφοι, εὔσπλαχνοι, φιλόφρονες». Δηλαδή νά συμπαθοῦν καί νά συμμετέχουν στίς λύπες τῶν ἀδελφῶν τους, νά ἀγαποῦν σάν ἀδελφούς τούς συνανθρώπους τους, νά ἔχουν πονετική καί τρυφερή καρδιά καί νά εἶναι περιποιητικοί καί εὐγενεῖς.
Ὁ Ἀλύπιος, ἀφοῦ ἔμεινε πάμφτωχος, ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο, ὅπου ἔκανε ἀσκητική ζωή. Πληροφορίες ἀναφέρουν ὅτι ἔμεινε πάνω σ’ ἕνα στύλο 50 (κατ’ ἄλλους 53) χρόνια γιά λόγους ἄσκησης καί κάτω ἀπό διάφορες καιρικές συνθῆκες.
Ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του ἔφερε κοντά στόν Ἀλύπιο καί ἄλλες ψυχές, πού ζητοῦσαν εἰρηνικό καταφύγιο. Στούς ἀνθρώπους αὐτούς ὑπῆρξε φιλόστοργος πνευματικός πατέρας, καί τούς καθοδηγοῦσε μέ τίς συμβουλές του καί τούς στήριζε μέ τό παράδειγμά του.
Πέθανε εἰρηνικά τό ἔτος 608, ἀφοῦ ἔζησε 100 χρόνια, κατ’ ἄλλους 120. Τελεῖται δέ ἡ Σύναξις αὐτοῦ ἐν τῇ μονῇ αὐτοῦ τῇ οὔσῃ πλησίον τοῦ Ἱπποδρομίου, κατά τόν Παρισινό Κώδικα 1594.
Πηγή:http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τόν τάφον σου Σωτήρ.
Δοξάζων ὁ Θεός, τήν σήν γέννησιν Πάτερ, προέγραψε σαφῶς, τῆς ζωῆς σου τήν χάριν· αὐτῷ γάρ εὐηρέστησας, ἀρετῶν τελειότητι· ὅθεν ἤστραψας, ἀπό τοῦ κίονος πᾶσι, τῶν ἀγώνων σου, τάς ἀληθεῖς ἀντιδόσεις, Ἀλύπιε Ὅσιε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἐπί τοῦ Κίονος ἐκλαμψας ὥσπερ ἥλιος
Τήν οἰκουμένην ἐσελάγησας τοῖς ἔργοις σου
Ὡς υἱός καί κληρονόμος τῆς ἀφθαρσίας.
Ἀλλά δίωξον νοός μου τήν σκοτόμαιναν
Καί τῶν φώτων τῷ Πατρί με προσοικείωσαι,
Ἵνα κράζω σοι, χαῖροις Πάτερ Ἀλύπιε.
Μεγαλυνάριον.
Λιπών χαμαιζήλους διατριβάς, ὤφθης οὐρανόφρων, ἐν τῷ κίονι ὑψωθείς· ὅθεν ἔξω κόσμου, Ἀλύπιε βιώσας, ὑπερκοσμίου δόξης, ἔτυχες Ὅσιε.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.