Ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας κατά τά ἔτη 607 – 609. Τά θερμά του κηρύγματα, ἡ ζωντανή του πίστη, ἡ ἀκούραστη φιλανθρωπία του πρός τούς φτωχούς, τούς ἀσθενεῖς καί τούς ἐγκαταλελειμμένους, τραβοῦσαν σάν δίχτυα μεγάλο πλῆθος εἰδωλολατρῶν καί τούς ἔφερναν στούς κόλπους τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας.
Γι’ αὐτό κινήθηκαν μέ θανάσιμο μίσος ἐναντίον του οἱ ἱερεῖς τῆς εἰδωλολατρίας, μαζί μέ τούς ἄρχοντές τους. Καί κάποια μέρα, ὑποκίνησαν πλῆθος εἰδωλολατρῶν, μεταξύ δέ αὐτῶν μέθυσους καί ἐγκληματίες, καί ἐπετέθηκαν κατά τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θεοδώρου, τήν στιγμή πού ἐπέστρεφε ἀπό συνοικία, πού εἶχε πάει μέ δύο ἱερεῖς γιά νά παρηγορήσει ψυχές καί νά μοιράσει ἐλεημοσύνη.
Ἀφοῦ λοιπόν τόν ἔπιασαν, τόν ἔδειραν, τόν ἔφτυσαν, τοῦ φόρεσαν ἀκάνθινο στεφάνι στό κεφάλι καί τόν τριγυρνοῦσαν στούς δρόμους καί τίς πλατεῖες. Ὅταν τό πληροφορήθηκαν οἱ ἀρχές, ἔστειλαν στρατιωτικό ἀπόσπασμα καί τόν ὁδήγησαν στόν κριτή. Αὐθημερόν, μετά τήν τυπική διαδικασία, ἐπειδή ὁ Θεόδωρος ἔμενε ἀμετακίνητος στήν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, καταδικάστηκε σέ θάνατο. Καί βεβαίωσε τήν πίστη καί τήν ἀγάπη του, ἀφοῦ ὑπέστη καρτερικά καί γενναία, ὄχι μόνο τά προηγούμενα μαρτύρια, ἀλλά καί τό μαρτύριο τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ.
Τό δέ τίμιο λείψανό του, τάφηκε στή δική του πόλη τήν Ἀλεξάνδρεια.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.