Ἔζησε στά χρόνια τοῦ βασιλιά Λικινίου (307 – 323) καί ἦταν ἐπίσκοπος Νεοκαισαρείας. Ξακουστός όπως είχε γίνει γιά τήν ἀρετή του ὁ Παῦλος, τόν κάλεσε ὁ Λικίνιος μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά μετέστρεφε τό φρόνημά του.
Ἀφοῦ οὔτε μέ ἀπειλές, οὔτε μέ ὑποσχέσεις κατάφερε νά κλονίσει τήν πίστη του, διέταξε νά τόν κάψουν μέ πυρωμένα σίδερα στά χέρια.
Κατόπιν, τόν ἐξόρισε σέ κάποιο φρούριο, κοντά στόν ποταμό Εὐφράτη, ὅπου ἔμεινε μέχρι πού κατέβηκε ὁ Μεγάλος Κωνσταντῖνος στήν Ἀνατολή. Τότε ἀπελευθερώθηκε, μαζί μέ ἄλλους κρατούμενους καί ὁ Παῦλος ἐπανῆλθε στήν ἐπισκοπή του.
Στήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού ἔγινε στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἔλαβε μέρος καί ἔδειξε τά τραύματά του, τά ὁποῖα ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀσπάστηκε. Κατόπιν γύρισε στήν ἐπαρχία του, ὅπου μετά ἀπό λίγα χρόνια ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.