Ἤταν ἄνθρωπος θεοσεβής καί διδάσκαλος τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας. Καταγόταν ἀπό τήν Ρώμη καί ἔζησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (290).
Όταν κινήθηκε διωγμός κατά τῶν χριστιανῶν, ἔπιασαν καί τόν Χρυσόγονο καί τόν φυλάκισαν. Ευρισκόμενος στή Νίκαια ὁ Διοκλητιανός, ἔμαθε ὅτι στήν Ρώμη ἦταν φυλακισμένο πλῆθος χριστιανῶν, πού ἂν καί βασανίστηκαν σκληρά δέν ἀρνήθηκαν τήν πίστη τους, ἐπειδή εἶχαν παρακινητή στό μαρτύριο τόν θεῖο Χρυσόγονο.
Τότε ὁ Διοκλητιανός, διέταξε νά θανατωθοῦν ὅλοι οἱ χριστιανοί πού δέν θ’ ἀρνηθοῦν τόν Χριστό καί τόν Χρυσόγονο νά τόν φέρουν δεμένο μπροστά του. Ὅταν ὁ Χρυσόγονος παρουσιάστηκε στόν βασιλιά, τό φρόνημά του δέν κάμφθηκε οὔτε ἀπό κολακεῖες, οὔτε ἀπό φοβέρες. Ἀντίθετα μάλιστα, μέ θάρρος διακήρυξε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός καί ὅτι οἱ θεοί του εἶναι πλάνη τῶν ἀνθρώπων καί φθορά τῶν ψυχῶν καί ἀπώλεια. Ὅταν ἄκουσε αὐτά ὁ τύραννος, διέταξε νά τόν φέρουν σέ ἔρημο τόπο καί νά τόν ἀποκεφαλίσουν.
Μ’ αυτό τον τρόπο ὁ μακάριος Χρυσόγονος, πῆρε ἀπό τόν Κύριο τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.