Ἡ Ἁγία Ἰουλιανή γεννήθηκε τό 1530 στή Μόσχα, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί φιλάνθρωπους, τόν Ἰουστίνο καί τήν Στεφανία Νεντιγιοῦρεφ. Ὁ πατέρας της ἐργαζόταν ὡς οἰκονόμος στήν αὐλή τοῦ τσάρου Ἰβᾶν Δ’ Βασίλιεβιτς, τοῦ γνωστοῦ ὡς «Τρομεροῦ». Παρά τό γεγονός αὐτό, ὅλη ἡ οἰκογένεια ζοῦσε πτωχά ἀλλά χριστιανικά καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ πλημμύριζε τήν καρδιά τῶν μελῶν της.
Ἡ Ἁγία ὀρφάνεψε σέ μικρή ἡλικία καί ἀφιέρωσε τήν ζωή της στήν φροντίδα τῶν ἀσθενῶν καί τῶν πτωχῶν. Ὁ βίος καί ὁ χαρακτῆρας της συγκίνησαν τόν πλούσιο κάτοικο τοῦ χωριοῦ Μοῦρομ τῆς περιοχῆς τοῦ Λαζάρεβο Γεώργιο Ὀσορίν, ο ὁποῖος τήν ἐνυμφέφθη, ενώ εκείνη ήταν ακόμη σέ νεαρή ἡλικία.
Ἀπό τόν γάμο της ἀπέκτησε ἕξι υἱούς καί μία θυγατέρα. Μετά τόν θάνατο τῶν δυό υἱῶν της ἀπεφάσισε νά ἐγκαταλείψει τά ἐγκόσμια καί νά γίνει Μοναχή. Ὅμως ὁ σύζυγός της, πού ἔλειπε συχνά καί πολύ χρόνο ἀκολουθώντας τό στρατό τοῦ τσάρου στό Ἀστραχάν καί σέ ἄλλα μέρη, τήν παρακάλεσε νά μείνει κοντά στήν οἰκογένειά της. Ἐκείνη δέχθηκε τήν παράκληση τοῦ συζύγου της καί ὑπάκουσε, ἀλλά ζοῦσε ὡς Μοναχή μέσα στόν κόσμο.
Ὅπως γράφει καί ὁ υἱός της Καλλίστρατος, πού ἔγραψε τόν βίο της, ἡ Ἁγία εἶχε ἀφιερώσει τόν ἑαυτό της ὁλοκληρωτικά στόν Θεό καί τήν διακονία τῶν ἀνθρώπων. Ἐλάχιστα κοιμόταν καί ἀγρυπνοῦσε προσευχόμενη. Ὅταν ὁ σύζυγός της πέθανε, ἐκείνη πλέον ζοῦσε γιά νά προσεύχεται καί νά διακονεῖ. Λίγο πρίν παραδώσει τήν δίκαια ψυχή της στόν Κύριο, τό ἔτος 1604, κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ἀπό τόν Πνευματικό της, ἱερέα Ἀθανάσιο, κάλεσε τά παιδιά της καί τούς ἔδωσε τήν εὐχή της. Οἱ τελευταῖες λέξεις πού ψέλλισε, πρίν κλείσει τά μάτια της, ἦταν: «Δόξα στόν Θεό γιά ὅλα. Σέ Σένα, Κύριε, παραδίδω τό πνεῦμα μου».
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.