Τά ἱερά λείψανα εὑρέθηκαν ἐπί βασιλείας τοῦ Ἡρακλείου (610 – 641 μ.Χ.) καί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Θωμά Α’ (607 – 610 μ.Χ.) κείμενα στή γῆ. Μετά δέ ἀπό ἀρκετό χρόνο ἀποκαλύφθηκε μέ θεία ἐπιφάνεια στόν κληρικό Νικόλαο, πού ἦταν καλλιγράφος, ὅτι τά ἱερά λείψανα ἀνῆκαν στούς Ἁγίους Ἀποστόλους Ἀνδρόνικο καί Ἰουνία, τούς ὁποίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μνημονεύει στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τόν τάφον σου Σωτήρ.
Ὡς ῥόδα νοητά, καί χαρίτων ταμεῖα, ἐφάνησαν ἐκ γῆς, τά σεπτά ὑμῶν σκηνή, πανένδοξοι Μάρτυρες, Ἐκκλησίας ἑδραίωμα, διαπνέοντα, τῶν ἰαμάτων τήν χάριν, καί παρέχοντα, ὀσμήν ζωῆς τοῖς ἐκ πόθου, ὑμᾶς μακαρίζουσι.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τήν ὑπέρ ἡμῶν.
Ἀθλοφορικήν, ἐκφαίνοντα εὐκληρίαν, καί πνευματικήν, ἐκπνέοντα εὐωδίαν, ἀνεφάνησαν γῆθεν ὑμῶν νῦν τά λείψανα, Ἀθλοφόροι παναοίδιμοι, τῶν Ἀγγέλων ὁμοδίαιτοι, καί Χριστοῦ κήρυκες ἔνθεοι· ὃν δυσωπεῖτε θερμῶς, τοῦ σωθῆναι ἡμᾶς.
Μεγαλυνάριον.
Ἤνθησαν ὡς κρίνα μυροβαφῆ, τά λείψανα ἤδη, ἐν τῷ κόσμῳ ὑμῶν σεπτῶς, καί τῆς ἀφθαρσίας, τῇ νοητῇ εὐπνοίᾳ, Μάρτυρες τοῦ Κυρίου, ἡμᾶς εὐφραίνουσι.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.