Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος ἔζησε καί ἀσκήτεψε στήν Παλαιστίνη κατά τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. καί διακρίθηκε στήν συγγραφή πνευματικῶν κειμένων. Ὑπῆρξε γέννημα καί θρέμμα τῶν Ἱεροσολύμων. Ἀφοῦ μελέτησε σέ βάθος τήν Ἁγία Γραφή, πλούτισε σέ γνώσεις γιά τόν Θεό. Ἀκολούθως, ἀφοῦ ἀναχώρησε καί ἔγινε μοναχός, ζοῦσε στήν ἔρημο ἐπισκεπτόμενος τούς Ὁσίους Πατέρες πού εὑρίσκονταν ἐκεῖ καί συλλέγοντας ἀπό τόν καθένα τά ἄνθη τῆς ἀρετῆς ὡς φιλόπονη μέλισσα. Ἐπειδή ὅμως δέν ἦταν δυνατόν νά διαφύγει τῆς προσοχῆς, τόση ἀρετή, ἀφοῦ ἐξαναγκάστηκε ἀπό τόν τότε Ἀρχιερέα τῶν Ἱεροσολύμων, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος. Καί προσμένοντας ἐπάνω στόν Τάφο τοῦ Κυρίου καί στούς ἄλλους τόπους, στούς ὁποίους ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὑπέμεινε τά Ἅγια Πάθη γιά χάρη μας, ἄντλησε πηγές γνώσεως καί σοφίας. Γι’ αὐτό ἑρμήνευσε καί διασαφήνισε κάθε Γραφή καί προέβη σέ ὠφέλεια πολλῶν.
Στά στοιχεῖα αὐτά τοῦ Συναξαρίου, ὁ Θεοφάνης στή Χρονογραφία του προσθέτει τήν πληροφορία ὅτι ἡ χειροτονία τοῦ Ὁσίου Ἡσυχίου σέ πρεσβύτερο, τελέσθηκε ἀμέσως μόλις ἀναδείχθηκε στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας ὁ Ἅγιος Κύριλλος (412 μ.Χ.). Ὁ δέ Κύριλλος Σκυθοπολίτης, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τά πράγματα ἀπό τήν τοπική παράδοση, πλήν τῶν χαρακτηρισμῶν γιά τόν Ὅσιο, «πρεσβύτερος καί τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλος», «πεφωτισμένος», «θεολόγος», «φωστήρ», παρέχει καί τήν εἴδηση, ὅτι κατά τόν ἐγκαινιασμό τοῦ ναοῦ τῆς μονῆς τοῦ Εὐθυμίου ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰουβενάλιο (422 – 458 μ.Χ.), τό 428 ἢ 429 μ.Χ., στήν συνοδεία αὐτοῦ παρίστατο καί ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος πρός μεγάλη χαρά τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου.
Ὁ Ὅσιος ἀναμείχθηκε ἐνεργά στούς δογματικούς ἀγῶνες τῆς ἐποχῆς κοντά στό πλευρό τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, τοῦ ὁποίου τήν ἀντινεστοριακή πολιτική ἀκολούθησε, ὅπως συνάγεται καί ἀπό τό τμῆμα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας του, τό ὁποῖο παρατίθεται στά Πρακτικά τῆς Ε’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (553 μ.Χ.).
Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ ἔγινε σέ ὅλους γνωστός καί ἀξιοθαύμαστος καί ὑπηρετοῦσε τόν Θεό μέ κάθε τρόπο, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἀνέβηκε μέ χαρά πρός τόν Κύριο. Ὁ τάφος του ἐδεικνύετο ἀκόμη περί τό ἔτος 570 μ.Χ. στήν ἀνατολική πύλη τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου ὑπῆρχε παρεκκλήσι πρός τιμήν του, γίνονταν λατρευτικές συνάξεις καί διανέμονταν στούς πτωχούς δῶρα.
Ὡς ἔργα τοῦ Ὁσίου Ἠσυχίου θεωροῦνται τά: «Ὑπόμνημα εἰς τό Λευϊτικόν», «Ὑπόμνημα εἰς τόν Ἰώβ», «Ἑρμηνεία Ψαλμῶν», «Ἑρμηνεία εἰς τόν Ἡσαΐαν», «Στιχηρόν τῶν Ἰβ’ Προφητῶν», «Ἑρμηνεία εἰς τᾶς ᾠδάς», «Συναγωγή ἀποριῶν καί ἐπιλύσεων», «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία», «Ὁμιλίαι».
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.