Ὁ Ἅγιος Μαρτίνος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, γεννήθηκε στό Τόδι τῆς Ὀμβρικῆς τῆς Κεντρικῆς Ἰταλίας. Ἀνῆλθε στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ρώμης σέ μία ἐποχή, κατά τήν ὁποία τήν Ἐκκλησία τάρασσε ἡ αἵρεση τῶν Μονοθελητῶν. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε τότε ἐμπλακεῖ στήν αἵρεση αὐτή. Ὁ Ἅγιος Μαρτίνος συγκάλεσε Σύνοδο στό ναό τοῦ Σωτῆρος Λατερανοῦ, τό ἔτος 649 μ.Χ., ἡ ὁποία καταδίκασε τόν Μονοθελητισμό, ὁ δέ Ὅρος αὐτῆς ἦταν ἐπέκταση τῆς διδασκαλίας τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ Σύνοδος ψήφισε ἐπίσης, καί εἴκοσι ἀναθεματισμούς κατά τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἀρχηγῶν τους, ἐνῷ καταδίκασε ἐκτός τῶν ἄλλων τούς μονοθελητές Πατριάρχες τῆς Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο καί Πύρρο, συνεργάτες τοῦ Ἡρακλείου καί τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο Β’. Σημαντικό ρόλο στίς διεργασίες τῆς Συνόδου διαδραμάτισε καί ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.
Ὁ Ἅγιος Μαρτίνος ἀνέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα γιά τήν ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου αὐτῆς στή Δύση καί Ἀνατολή. Εἶχε διατελέσει παπικός ἀποκρισάριος στήν Κωνσταντινούπολη καί δέν ἦταν πρόσωπο εὐχάριστο στόν αὐτοκράτορα Κώνσταντα Β’ (641 – 668 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν ὁμόφρονας μέ τούς αἱρετικούς καί διέταξε τόν ἔξαρχο τῆς Ἰταλίας Ὀλύμπιο νά μεταβεῖ στή Ρώμη καί νά φέρει αἰχμάλωτο τόν Ἅγιο στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ διαταγή ὅμως ἔμεινε ἀνεκτέλεστη, διότι ὁ Ὀλύμπιος ἐπαναστάτησε κατά τοῦ αὐτοκράτορα καί μετά ἀπό δύο ἔτη σκοτώθηκε στή Σικελία, μαχόμενος ἐνάντια στούς Ἄραβες, τό ἔτος 652 μ.Χ.
Ὁ νέος βυζαντινός διοικητής τῆς Ἰταλίας Θεόδωρος, συνέλαβε τελικά τό ἔτος 653 μ.Χ. τόν Ἅγιο Μαρτίνο καί ἀπέστειλε αὐτόν, ἀσθενή καί κλινήρη, στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ δικάσθηκε ὑπό τῆς συγκλήτου ὡς συνωμότης, καθαιρέθηκε σέ τελετή, κατά τήν ὁποία διέρρηξαν τά ἱερατικά του ἄμφια, καί ἐξορίσθηκε στή Χερσώνα τῆς Κριμαίας, ὅπου καί πέθανε τό ἔτος 655 μ.Χ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείοις δόγμασι, τῆς εὐσέβειας, ὑπεστήριξας, τήν Ἐκκλησίαν, ὦ Μαρτῖνε Ἱεράρχα θεόσοφε· τόν γάρ Χριστόν διπλοῦν ὄντα ταῖς φύσεσιν, ὁμολογήσας τήν πλάνην κατῄσχυνας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὐπερμάχῳ.
Ὡς Ἱεράρχης τῶν ἀρρήτων καί διδάσκαλος
Θεολογίας ἀληθοῦς ἐκφάντωρ πέφηνας
Καί ἀνέβλυσας Μαρτῖνε δογμάτων ῥεῖθρα·
Τόν Χριστόν γάρ ἐν δυσί τελείαις φύσεσι
Καί θελήσεσι πανσόφως ἐδογμάτισας
Τοῖς βοῶσί σοι, χαίροις Πάτερ πανόλβιε.
Μεγαλυνάριον.
Λόγῳ καί σοφίᾳ πνευματικῇ, Μαρτῖνε ἐμπρέπων, καθαιρεῖς Μονοφυσιτῶν, τήν αἵρεσιν Πάτερ, καί διωγμούς ὑπέστης, ὡς φύλαξ ἀληθείας, ἀκαταμάχητος.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.