Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Χριστόφορος ἐξελέγη Πατριάρχης Ἀντιοχείας τό 960 μ.Χ., κατά τό 14ο ἔτος τοῦ χαλίφη Ἀλ Μουτί (946 – 974 μ.Χ.), ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἄραβας χρονογράφος Γιαχ-γιᾶ. Τή νύχτα τῆς Δευτέρας πρός τήν Τρίτη τοῦ 967 μ.Χ. φονεύθηκε ἀπό τούς Ἄραβες, ἀφοῦ κατηγορήθηκε ὅτι συνεννοεῖται μέ τόν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Νικηφόρο Φωκᾶ πού ἐκστράτευσε κατά τῆς Ἀντιοχείας καί τό τίμιο λείψανο αὐτοῦ ρίχθηκε στόν ποταμό Ὀρόντη. Ἀναφέρεται δέ ὅτι ὁ φόνος ἔγινε στήν οἰκία τοῦ εὐεργετηθέντος ἀπό τόν Πατριάρχη Ἴμπν-Μάνικ. Μετά ὀκτώ ἡμέρες οἱ Χριστιανοί βρῆκαν τό λείψανο αὐτοῦ καί τό ἐνταφίασαν μέ εὐλάβεια σέ κάποια νησίδα τοῦ ποταμοῦ, κατόπιν δέ, μετακόμισαν αὐτό στήν ἐκτός τῆς πόλεως μονή τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου. Ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου πού ἐπικράτησε μεταξύ τῶν Χριστιανῶν ὁ θρόνος τῆς Ἀντιόχειας παρέμεινε κενός ἐπί δύο ἔτη καί δέκα μῆνες.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.