Τό νησί τῆς Λευκάδος περί τά μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. ἐπέρασε μία μεγάλη δοκιμασία ἀπό τό λοιμό τῆς πανώλης. Μέ βάση διάφορα στοιχεῖα, 1.800 κάτοικοι ἀφανίσθηκαν ἀπό τήν «πανούκλα». Ἐπίσης ἡ Ἑνετική φρουρά ἀποδεκατίσθηκε. Τό ἴδιο καί ὁλόκληροι οἰκισμοί, ὅπως τά Κολυβάτα τοῦ ὀρεινοῦ χωριοῦ Ἀλέξανδρος. Τόν Αὔγουστο τοῦ 1743, ὁ Ἱερομόναχος Ματθαῖος μετέφερε στή Λευκάδα ἀπό τήν ἱερά μονή Δουσίκου, κοντά στά Τρίκαλα, τήν τίμια κάρα τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος, Ἀρχιεπισκόπου Λαρίσης († 14 Σεπτεμβρίου). Μέ τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου οἱ Λευκαδίτες ἐσώθησαν ἀπό τή φοβερή ἀσθένεια. Ἀνήγειραν μάλιστα ναό πρός τιμήν του στό χῶρο ὅπου εἶχε στηθεῖ προηγουμένως τό λοιμοκαθαρτήριο καί τόν παρεχώρησαν ὡς μετόχι στή μονή Δουσίκου. Ἡ περιοχή ἐκείνη μέχρι σήμερα ὀνομάζεται «Ἁγία Κάρα».
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.