Καταγόταν ἀπό τήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, καί ἔζησε στά χρόνια του μεγάλου Θεοδοσίου. Ἦταν διακεκριμένος γιά τή θεολογική του πολυμάθεια καί γιά τήν ἀνυπόκριτη εὐσέβεια καί ἐγκράτεια. Σέ ἡλικία μάλιστα 35 ἐτῶν, τόσο πολύ εἶχε ἐξαπλωθεῖ ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του, πού ἀπό παντοῦ ἔρχονταν ν’ ἀκούσουν τίς πολύτιμες συμβουλές του.
Μετά ἀπό χρόνια, τόν προσκάλεσε ὁ Πατριάρχης Ἀττικός (406 – 425) στήν Κωνσταντινούπολη καί τόν χειροτόνησε ἱερέα. Τά ἱερατικά του καθήκοντα, ἐπετέλεσε μέ πολύ ζῆλο καί ἀκρίβεια. Ἦταν στούς ἐνορίτες του, πρότυπο ἱεροῦ καί φιλόστοργου πνευματικοῦ πατέρα καί οἰκογενειακοῦ συμβούλου.
Στήν Κωνσταντινούπολη ἵδρυσε καί μοναστήρι. Κάποτε ἀρρώστησε βαριά, πού ἔφτασε μέχρι τά πρόθυρα τοῦ θανάτου. Σώθηκε ὅμως ἀπό θαῦμα.
Απεβίωσε εἰρηνικά, διατηρώντας μέχρι τήν τελευταία του πνοή τό πῦρ τῆς εὐσεβείας καί τῆς στοργῆς γιά τίς ψυχές τοῦ ποιμνίου του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὁ βίον ἐφάμιλλον, τῇ κλήσει πολιτευθείς, τῆς δόξης τοῦ Πνεύματος, πυξίον ὤφθης σεπτόν, Πατήρ ἡμῶν Ὅσιε· σύ γάρ θαυματουργίαις, ἱεραῖς διαπρέπων, ἔνδοξος ἐν Ὁσίοις, φερωνύμως ἐδείχθης. Διό σε ἀνευφημοῦμεν, Δῖε μακάριε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Ἁγνείᾳ ψυχῆς, ἐνθέως ὁπλισάμενος, καί ἄπαυστον εὐχήν, ὡς λόγχην χειρισάμενος, κραταιῶς διέκοψας, τῶν δαιμόνων Δῖε τάς φάλαγγας, θαυματουργέ Πατήρ ἡμῶν, πρεσβεύων ἀπαύστως, ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Ἔνδοξος τῇ κλήσει ἀποφανείς, ἔνδοξος ἐν βίῳ, ἐχρημάτισας ἐπί γῆς· ὅθεν τῆς ἐνδόξου, τοῦ Λόγου βασιλείας, ἐνδόξως ἠξιώθης, Δῖε πανένδοξε.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.