Ἡοκνος ἀγωνιστής τῆς ἀρετῆς σ’ ὅλη του τήν ζωή, ἡ ὁποία τελικά τόν ἔκανε Ἅγιο.
Ἦταν ἀπό τό χωριό Μύρμηξ τῆς ἐπαρχίας Ὀψικίου. Παντρεύτηκε γυναίκα, πού ως προίκα εἶχε τή μεγάλη καί ἀθάνατη εὐσέβεια. Ἀπόκτησε παιδιά, τά ὁποία ἀνατράφηκαν κάτω ἀπό τήν ἄγρυπνη ἐπιμέλεια τῶν γονιῶν τους ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου.
Ἔτσι, ὑπόδειγμα ἀπό τήν ὅλη του διαγωγή καί ἀπό τή χριστιανικότατη ἀνατροφή τῶν παιδιῶν του, χειροτονήθηκε ἱερέας μετά ἀπό ἐπίμονη παράκληση τῶν συγχωριανῶν του. Ἀπέναντι στό ποίμνιό του, φέρθηκε ὅπως καί ἀπέναντι τῆς οἰκογενείας του. Δηλαδή μέ εὐσέβεια, μέ ἀγάπη, μέ ἀγρυπνία καί διδαχή. Πολλές φορές μάλιστα, μέσα στή βροχή καί τό κρύο, ἄφηνε τό σπίτι του, γιά νά πάει στά σπίτια τῶν ἐνοριτῶν του γιά νά τούς εὐεργετήσει μέ ὑλική βοήθεια ἢ μέ ἠθική ἐνίσχυση καί παρηγοριά.
Ὁ Θεός, πού ἔβλεπε τήν πνευματική προκοπή τοῦ Φιλοθέου, τόν ἀξίωσε καί νά θαυματουργεῖ. Ἔτσι αὐτός, ἀκόμα περισσότερο εὐεργετοῦσε τό ποίμνιό του καί ἔτσι συνέχισε μέχρι πού παρέδωσε στόν Θεό τήν δίκαιη ψυχή του.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.