Μέ τήν μεγάλη της ὑπομονή στό μαρτύριο, στόλισε καί αὐτή τούς πρώτους αἰῶνες τοῦ χριστιανισμοῦ.
Ἂν καί ἀπό τή γέννησή της δούλα, ἔλαμψε διά Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐλεύθερη στήν ψυχή. Ὁ κύριος της, πού ὀνομαζόταν Νικόλαος, εἶχε γίνει χριστιανός καί φερόταν πρός τήν Ἀγαθόκλεια μέ πολλή φιλανθρωπία καί ἀγαθότητα. Ἀλλά ἡ κυρία της, Παυλίνα, γυναίκα σκληρόκαρδη, ἐπέμενε στήν εἰδωλολατρία. Καί ὅπως ἦταν θυμώδης καί μέθυσος βασάνιζε πολλές φορές τήν Ἀγαθόκλεια καί προσπαθοῦσε μέ πεῖσμα νά τήν ἐπαναφέρει στή θρησκεία τῶν εἰδώλων.
Ἐπί ὀκτώ χρόνια ἔτσι, ἡ ταλαίπωρη καί συγχρόνως μακάρια δούλα, ὑπέφερε καθημερινή ζωή μαρτυρίου. Τήν ἔβριζε, τήν χτυποῦσε, κένταγε μέ πιρούνια τό σῶμα της καί τήν πλήγωνε μέ ἀλύπητο μαστίγωμα. Καί ἐπειδή ὅλα αὐτά δέν νικοῦσαν τήν γνώμη τῆς εὐσεβέστατης χριστιανῆς, κάποια μέρα, ἄναψε φωτιά καί τήν ἔσπρωξε μέσα σ’ αὐτή.
Ἔτσι ἡ Ἀγαθόκλεια λυτρώθηκε ἀπό τήν ἀσεβή καί κακούργα εἰδωλολάτρισσα κυρία της, καί ἀπεδήμησε στά μακάρια καί ἐλεύθερα σκηνώματα τῶν δικαίων.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.