Πατρίδα του ἦταν ἡ Σινώπη τοῦ Εὐξείνου Πόντου.
Οἱ γονεῖς του Πάμφυλος καί Μαρία μεταλαμπάδευσαν στόν Φωκᾶ ἀπό τήν παιδική του ἡλικία τήν φλόγα τῆς ἁγνῆς πίστης τους καί τήν θερμή εὐσέβειά τους.
Ὁ Φωκᾶς ἀπό μικρό παιδί ἐντρυφοῦσε στήν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν, καί ἐκεῖνο πού ἰδιαίτερα τόν διέκρινε ἦταν ἡ θερμή καί εἰλικρινής ἀγάπη πού εἶχε πρός τόν Θεό, ἀλλά καί πρός τούς συνανθρώπους του. Διότι ὁδηγό στήν ἀγάπη του αὐτή εἶχε πάντα τά θεόπνευστα λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ὁ ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ ἐν τῷ φωτί μένει,… ὁ δέ μισῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ ἐν τῇ σκοτία ἐστι». Ἐκεῖνος, δηλαδή, πού ἀγαπᾶ τόν ἀδελφόν του, μένει μέσα στό πνευματικό καί ἠθικό φῶς. Ἐνῶ ἀντίθετα, ἐκεῖνος πού μισεῖ τόν ἀδελφό του, μένει μέσα στό πνευματικό καί ἠθικό σκοτάδι.
Ὁ Φωκᾶς, λοιπόν, μέ τήν ἀγάπη πού τόν διέκρινε, ἔγινε ἐπίσκοπος Σινώπης καί κήρυττε ἄφοβα τό Εὐαγγέλιο. Μέ τά θαύματα δέ, πού τόν ἀξίωσε ὁ Θεός νά πράττει, κατόρθωσε νά φέρει πολλούς εἰδωλολάτρες στήν ἀληθινή πίστη.
Τελικά μαρτύρησε ἐπί Τραϊανοῦ, ἀφοῦ τόν ἔριξαν μέσα σέ καυτό λουτρό.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἐκ βρέφους τοῦ Πνεύματος, ὀφθείς δοχεῖον λαμπρόν, θαυμάτων ἐπλούτησας, τήν παρ’ αὐτοῦ δωρεάν, Φωκᾶ ἱερώτατε· ὅθεν ἱερουργήσας, τῷ Σωτῆρι ὁσίως, ἔπιες ἐν ἀθλήσει, τό ποτήριον τούτου· ᾧ πρέσβευε δεόμεθα, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν πλουσιόδωρον χάριν, ὡς πηγήν θεόβρυτον, ἐν τῇ ψυχῇ κεκτημένος, ἔσβεσας, πόνων ἱδρῶσι πλάνης τήν φλόγα, βρύεις δέ, θαυμάτων ῥεῖθρα τοῖς ἐκβοῶσι· χαίροις κλέος Ἱερέων, καί τῶν Μαρτύρων Φωκᾶ μακάριε.
Μεγαλυνάριον.
Τοῦ Εὐαγγελίου μυσταγωγός, ἱερῶν θαυμάτων, θεοδόξαστος αὐτουργός, Ἐκκλησίας στῦλος, Φωκᾶ Ἱερομάρτυς, ἐδείχθης διασώζων, τούς προσιόντας σοι.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.