Καταγόταν ἀπό τήν πόλη Βάταν (ἢ Τάμαν) τῆς Αἰγύπτου καί ἦταν θυγατέρα κάποιου Πέτρου. Ἀπό 12 χρονών ἔγινε μοναχή.
Ὅταν κάποτε πῆγε στήν πηγή, μαζί μέ ἄλλες παρθένες, γιά νά φέρει νερό, εἶδε πλῆθος χριστιανῶν τούς ὁποίους εἶχε δεμένους ὁ ἡγεμόνας Λουκιανός. Τότε καί αὐτή πῆγε καί ἔσμιξε μέ τό πλῆθος αὐτό. Ἀμέσως ο δεσμοφύλακας, τή συμβούλεψε νά ἀπομακρυνθεῖ γιά νά μή χάσει τή ζωή της μαζί μέ τούς ὑπόλοιπους. Όμως η Ραΐς, ὄχι μόνο δέν ἔφυγε, ἀλλά μέ εὐτολμία παρουσιάστηκε μπροστά στόν ἡγεμόνα, περιγέλασε τούς θεούς του καί τόν ἔφτυσε κατάμουτρα, ἐπειδή καί αὐτός εἰρωνεύτηκε τόν Χριστό.
Εκείνος, διέταξε αμέσως και τή βασάνισαν φρικτά καί στό τέλος τήν ἀποκεφάλισαν, χαρίζοντάς της ἔτσι τό ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.