Εζησε στά χρόνια τῶν διωγμῶν κατά τῶν χριστιανῶν ἐπί Διοκλητιανού.
Ἦταν ἀσκητής στήν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου. Πήγαινε πολλές φορές στίς πόλεις ὅπου δίδασκε, καί ἔφερνε στό ἀσκητήριό του πλήθη πού ἤθελαν πνευματική καθοδήγηση καί ἐνίσχυση.
Ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι τόν καταζητοῦσαν παρουσιάστηκε ὁ ἴδιος στόν ἔπαρχο Ἀρριανό. Αὐτός ἐξεπλάγη βλέποντας τόν σεβάσμιο γέροντα, τόν ἀσθενή καί λεπτό καί ὅμως ἰσχυρό νά ἔχει τό βλέμμα τοῦ κριτοῦ. Ἀφοῦ ἀρνήθηκε νά ἀλλάξει πιστεύω τόν ἔριξαν στή φυλακή όπου, με τη διδασκαλία του, ἔκανε τούς δεσμῶτες του χριστιανούς.
Ὅταν τόν πῆγαν γιά ἀνάκριση κοντά στόν ποταμό Νεῖλο, ἀνέπτυξε μέ τόση δύναμη τή χριστιανική πίστη ὥστε, καί πάλι ψαράδες, ἀλλά καί 546 συνολικά στρατιῶτες, μαζί μέ τόν προϊστάμενό τους Εὐσέβιο, ὁμολόγησαν τόν Χριστό καί ἀποκεφαλίστηκαν.
Τόν δέ Παφνούτιο, ἀφοῦ τόν βασάνισαν, τόν σταύρωσαν ἐπάνω σ’ ἕνα ξερό φοίνικα, ὅπου καί παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Κύριο.
Ἅγιος Παφνούτιος ὁ Ὁσιομάρτυρας καὶ ἀναχωρητὴς καὶ οἱ σὺν αὐτῶ 546 μαρτυρήσαντες (25 Σεπτεμβρίου)
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.