Καταγόταν ἀπό τήν Καρχηδόνα. Οἱ γονεῖς του, καθώς καί οἱ πρόγονοί του, ἦταν εὐσεβέστατοι χριστιανοί.
Ὅταν μεγάλωσε ὁ Καλλίστρατος, κατατάχθηκε στό στρατό σάν νεοσύλλεκτος. Ἡ «ὁμίχλη» τῆς σαρκολατρείας πού ἐπικρατοῦσε στό στράτευμα δέν ἐπηρέασε καθόλου τόν Καλλίστρατο. Ἀντίθετα μάλιστα, καλλιέργησε ἀκόμα περισσότερο τίς εὐσεβεῖς συνήθειές του. Μιά ἀπ’ αὐτές ἦταν νά προσεύχεται κατά τή νύκτα.
Αὐτό ὅταν τό εἶδαν οἱ συνάδελφοί του, τόν κατήγγειλαν στό στρατηγό Περσεντῖνο (287 μ.Χ.). Αὐτός ἀμέσως τόν κάλεσε, καί ὅταν ἄκουσε καί ἀπό τόν ἴδιο ὅτι εἶναι χριστιανός, διέταξε καί τόν βασάνισαν, σκληρά. Κατόπιν, ἀφοῦ τόν ἔδεσαν μέσα σ’ ἕναν σάκο, τόν ἔριξαν στή θάλασσα. Ἀλλά μέ θαῦμα ὁ σάκος σχίστηκε, καί δυό δελφίνια ἔφεραν σῶο καί ἀβλαβή τόν Καλλίστρατο, στήν στεριά. Τότε, 49 στρατιῶτες πού εἶδαν τό γεγονός πίστεψαν στόν Χριστό, καί ἀφοῦ ἔτρεξαν στόν Καλλίστρατο, τοῦ εἶπαν: «Πράγματι, εἴδαμε ὅτι ὑπάρχει στ’ ἀλήθεια καί εἶναι μεγάλος ὁ Θεός σου, ὁ ὁποῖος καί ἀπό τόν βυθό τῆς θάλασσας ὑπερφυσικά σέ ἔβγαλε. Θά μποροῦσε, ἄραγε, νά δεχθεῖ καί ἐμᾶς τούς εἰδωλολάτρες;».
Ὁ Καλλίστρατος τούς ἀπάντησε: «Ὁ δικός μου Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἐκείνους πού ἔρχονται κοντά του δέν τούς διώχνει. Διότι Ἐκείνου ὁ λόγος εἶναι: «Δεῦτε πρός ἐμέ πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, καγῶ ἀναπαύσω ὑμᾶς».
Τότε ὁ Καλλίστρατος κατήχησε ὅλους αὐτούς τούς στρατιῶτες μέσα στήν φυλακή. Ὁ δέ Περσεντῖνος, ἐρχόμενος σέ ἀδιέξοδο ἀπό τήν πίστη τους, ὅλους τούς ἀποκεφάλισε.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τήν ὡραιότητα.
Τῷ θείῳ Πνεύματι, περιφραξάμενος, Μάρτυς Καλλίστρατε, λαμπρῶς ἠρίστευσας, καταβολών τόν δυσμενῆ, σοφίᾳ τῶν σῶν ἀγώνων· ὅθεν καί προσήγαγες, τῷ Χριστῷ ὡς θυμίαμα, δῆμον παναοίδιμον, Ἀθλητῶν πιστευσάντων σοι, μεθ’ ὧν ὑπέρ ἡμῶν ἐκδυσώπει, τῶν εὐφημούντων σε ἐν ὕμνοις.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Πάντας ὑμᾶς σήμερον ἡ Ἐκκλησία, συντιμῶσα Ἅγιοι, ἀνευφημεῖ πνευματικῶς, ὡς ὑπέρ ταύτης ἀθλήσαντας, Μάρτυρες θεῖοι, καλλίνικοι πάνσοφοι.
Μεγαλυνάριον.
Κάλλος εὐσεβείας ὑπερφερές, Καλλίστρατε Μάρτυς, ἐν ἀγῶσι καρποφόρων, πρός θεογνωσίας, τήν καλλονήν ἰθύνεις, ἀθλητικήν χορείαν, μεθ’ ἧς τιμῶμέν σε.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.