Εζησαν στά χρόνια του Διοκλητιανοῦ, ἐπί ἡγεμόνος τῆς Πισιδίας Μάγνου (290).
Ὁ γέροντας Μᾶρκος ἦταν βοσκός προβάτων. Ἐπειδή ὁμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανός, βασανίστηκε φρικτά καί στάλθηκε στήν Κλαυδιούπολη.
Ἐκεῖ κάλεσαν τρία ἀδέλφια, τόν Ἀλέξανδρο, τόν Ἀλφειό καί τόν Ζώσιμο, ἀπό τό χωριό Κατάλυτο, γιά νά κατασκευάσουν χάλκινα δεσμά γιά τόν Μᾶρκο. Ὅταν ὅμως ἄρχισαν νά τά κατασκευάζουν, ἔνιωσαν τά χέρια τους νά παραλύουν. Θαύμασαν γιά τό γεγονός καί ἀμέσως ὁμολόγησαν τόν Χριστό. Τότε μαρτύρησαν μέ φρικτό τρόπο, ἀφοῦ ἔριξαν στό στόμα τους βραστό μολύβι καί ἔπειτα τούς κάρφωσαν ἐπάνω σέ πέτρα.
Τόν δέ Μᾶρκο, ἀφοῦ συνέχισαν νά τόν βασανίζουν φρικτά, τελικά τόν ἀποκεφάλισαν.
Τόν ἴδιο θάνατο εἶχαν καί οἱ ὑπόλοιποι Μάρτυρες, Ἠλιόδωρος, Νίκων καί Νέων, μαζί μέ πολλές Παρθένες καί Παιδιά. Ὅλοι ἀποκεφαλίστηκαν στήν τοποθεσία Μωρομίλιο.
Ἅγιοι Μᾶρκος ὁ ποιμένας, Ἀλέξανδρος, Ἀλφειὸς καὶ Ζώσιμος τὰ ἀδέλφια, Νίκων, Νέων, Ἠλιόδωρος καὶ λοιπὲς Παρθένες καὶ Παιδιὰ οἱ Μάρτυρες (28 Σεπτεμβρίου)
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.