Καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καί ἦταν διάκονος μεταξύ τῶν ἑπτά διακόνων τῆς πρώτης Ἐκκλησίας στήν Ἱερουσαλήμ (Πράξ. στ’).Ἐπίσης, ἦταν ἔγγαμος καί εἶχε τέσσερις θυγατέρες, προικισμένες μέ προφητικό χάρισμα. (Πράξ. κα’ 8 – 9). Ὁ Φίλιππος, ὅμως, δέν στάθηκε μόνο στήν Ἱερουσαλήμ. Πῆγε στή Σαμάρεια καί κήρυξε τό Εὐαγγέλιο, σάν γνήσιος καί αὐτός «Ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ κατά πίστιν ἐκλεκτῶν Θεοῦ καί ἐπί γνῶσιν ἀληθείας τῆς κατ’ εὐσέβειαν». Δηλαδή Ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά νά διδάξει μεταξύ ἐκείνων πού ἐξέλεξε ὁ Θεός, τήν πίστη καί τήν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας, πού ὁδηγεῖ στήν εὐσέβεια.
Ἐκεῖ στήν Σαμάρεια, διά τοῦ κηρύγματός του βάπτισε χριστιανό τόν Σίμωνα τόν μάγο. Ἔπειτα, ὁ Φίλιππος συνάντησε στό δρόμο του τόν Εὐνοῦχο τῆς βασίλισσας Κανδάκης, καί ἀφοῦ τόν κατήχησε, βάπτισε καί αὐτόν Χριστιανό. Κατόπιν, πῆγε στίς Τράλλεις τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου μέ τή διδασκαλία του ἔπεισε ὅλους σχεδόν τούς κατοίκους τῆς πόλης νά πιστέψουν στόν Χριστό.
Ὁ Φίλιππος στήν πόλη αὐτή, ἀφοῦ ἔκτισε καί χριστιανικό ναό, παρέδωσε στόν Θεό τήν ψυχή του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας χάριτος, πλήρης ὑπάρχων, διηκόνησας, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς Διάκονος τοῦ Λόγου Ἀπόστολε· θεοσημείαις δέ θείαις χρησάμενος, τῆς Σαμαρείας τά πλήθη κατηύγασας. Μάκαρ Φίλιππε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Φωτισθείς ἐν Πνεύματι τῷ Παναγίῳ, τά τῆς γῆς πληρώματα, ταῖς σαῖς φωτίζεις διδαχαῖς, καί τῶν θαυμάτων λαμπρότησι, ἱερομύστα Ἀπόστολε Φίλιππε.
Μεγαλυνάριον.
Πίστεως τό πλήρωμα γεωργῶν, ἐξ αὐτοῦ παρέχεις, τῷ πληρώματι τῶν πιστῶν, ὡς ἐκλελεγμένος, διακονεῖν ἁγίοις· ἐξ οὗ ἡμῖν μετάδος, Φίλιππε ἔνδοξε.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.