Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἕως τὸ φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς, ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε. Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἀπελθὼν ἐκρύβη ἀπ’ αὐτῶν.
Τοσαῦτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν, ἵνα ὁ λόγος Ἡσαΐου τοῦ προφήτου πληρωθῇ ὃν εἶπε· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; Καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη;
Διὰ τοῦτο οὐκ ἠδύναντο πιστεύειν, ὅτι πάλιν εἶπεν ῾Ησαΐας· τετύφλωκεν αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν, ἵνα μὴ ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ νοήσωσι τῇ καρδίᾳ καὶ ἐπιστραφῶσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς. Ταῦτα εἶπεν Ἡσαΐας ὅτε εἶδε τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ.
Ὅμως μέντοι καὶ ἐκ τῶν ἀρχόντων πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ἀλλὰ διὰ τοὺς Φαρισαίους οὐχ ὡμολόγουν, ἵνα μὴ ἀποσυνάγωγοι γένωνται· ἠγάπησαν γὰρ τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Ἰησοῦς δὲ ἔκραξε καὶ εἶπεν· ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ πιστεύει εἰς ἐμέ, ἀλλ’ εἰς τὸν πέμψαντά με, καὶ ὁ θεωρῶν ἐμὲ θεωρεῖ τὸν πέμψαντά με. Ἐγὼ φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ μὴ μείνῃ. Καὶ ἐάν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ρημάτων καὶ μὴ πιστεύσῃ, ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν· οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσω τὸν κόσμον.
Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Εἶπεν ὁ Κύριος: «Ἐν ὅσῳ ἔχετε τὸ φῶς, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς, διὰ νὰ γίνετε παιδιὰ τοῦ φωτός». Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε ἀπ’ αὐτοὺς καὶ κρύφθηκε.
Ἂν καὶ εἶχε κάνει τόσα θαύματα μπροστά τους, δὲν ἐπίστευαν εἰς αὐτόν· διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ, ὁ λόγος τοῦ προφήτου Ἡσαΐα, τὸν ὁποῖν εἶπε, Κύριε, ποιός ἐπίστεψε εἰς τὸ κήρυγμά μας; καὶ ὁ βραχίων τοῦ Κυρίου εἰς ποιόν ἔχει ἀποκαλυφθῆ; Διὰ τοῦτο δὲν μποροῦσαν νὰ πιστεύουν, διότι πάλιν εἶπε ὁ Ἡσαΐας: Ἐτύφλωσε τὰ μάτια τους καὶ ἐπώρωσε τὴν καρδιά τους διὰ νὰ μὴ ἰδοῦν μὲ τὰ μάτια καὶ καταλάβουν μὲ τὴν καρδιὰ καὶ ἐπιστρέψουν καὶ ἐγὼ τοὺς θεραπεύσω. Αὐτὰ εἶπεν ὁ Ἡσαΐας, ὅταν εἶδε τὴν δόξαν του καὶ μίλησε γι’ αὐτόν.
Ἐν τούτοις καὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας πολλοὶ ἐπίστεψαν εἰς αὐτόν, ἀλλ’ ἐξ αἰτίας τῶν Φαρισαίων δὲν ὡμολογοῦσαν, διὰ νὰ μὴ γίνουν ἀποσυναγωγοί. Διότι ἀγάπησαν τὰς τιμὰς τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον παρὰ νὰ τιμηθοῦν ἀπὸ τὸν Θεόν.
Ὁ Ἰησοῦς ἐφώναξε καὶ εἶπε: «Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σ’ ἐμέ, δὲν πιστεύει σ’ ἐμέ, ἀλλὰ σὲ ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἔστειλε. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ βλέπει ἐμέ, βλέπει ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἔστειλε. Ἐγὼ ἦλθα σὰν φῶς εἰς τὸν κόσμον, διὰ νὰ μὴ μείνῃ εἰς τὸ σκοτάδι κανένας ποὺ πιστεύει σ’ ἐμέ. Καὶ ἐὰν κανεὶς ἀκούσῃ τὰ λόγια μου καὶ δὲν πιστέψῃ, ἐγὼ δὲν τὸν καταδικάζω, διότι δὲν ἦλθα διὰ νὰ καταδικάσω τὸν κόσμον, ἀλλὰ διὰ νὰ σώσω τὸν κόσμον.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.