Ἔζησε στά χρόνια πού βασιλιάς ἦταν ὁ Ὀνώριος, δεύτερος γιός τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου. Οἱ γονεῖς της, εὐγενεῖς καί πλούσιοι, τήν πάντρεψαν σέ μικρή ἡλικία καί ἀπέκτησε δύο παιδιά. Ὅμως μεγάλες δοκιμασίες τήν περίμεναν. Τήν μητρική της καρδιά σπάραξε ὁ θάνατος τῶν δυό παιδιῶν της. Μετά ἀπό λίγο καί ἐντελῶς ξαφνικά, πέθανε καί ὁ σύζυγός της. Καί γιά νά γεμίσει τό πικρό ποτήρι τῆς λύπης, χάνει καί τούς γονεῖς της. Οἱ στιγμές δύσκολες. Ποιός θά τήν παρηγορήσει; Μά ποιός ἄλλος; Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού λέει: «τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες». Δηλαδή, ἡ ἀκλόνητη ἐλπίδα σας στά μέλλοντα ἀγαθά, νά σᾶς γεμίζει χαρά καί νά σᾶς ἐνισχύει γιά νά δείχνετε ὑπομονή στήν θλίψη. Καί νά ἐπιμένετε στήν προσευχή, συνεχίζει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν ὁποία θά λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στίς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς σας.
Ἔτσι καί ἡ Μελάνη, ἀδιάφορη γιά τίς κοσμικές ἀπολαύσεις, ἀποσύρθηκε σέ ἕνα ἐξοχικό της κτῆμα, ὅπου ἀφοσιώθηκε στήν μελέτη καί τήν προσευχή. Ἐκεῖ ἐπίσης καλλιγραφοῦσε ἱερά βιβλία καί τά ἔδινε νά τά διαβάζουν οἱ πιστοί. Διέθεσε ὅλη της τήν περιουσία γιά τήν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν καί ἀσθενῶν.
Καί ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τούς πάσχοντες, κατέληξε στήν Ἱερουσαλήμ, ὅπου καί πέθανε ἀπό πλευρίτιδα.
Ὁ δέ Σ. Εὐστρατιάδης γράφει τά ἑξῆς γιά τήν Ἁγία αὐτή: «…Αὐτή ἣν ἐπί τῆς βασιλείας Ὀνωρίου (395 – 423), Ρωμαία πλούσια καί ἐκ γένους περιφανοῦς καί ἐνδόξου. Συζευχθεῖσα παρά τήν θέλησιν αὐτῆς, ἀπεσύρθη μετά τόν θάνατον τοῦ ἀνδρός καί τῶν δύο αὐτῆς τέκνων εἰς ἐν προάστιον τῆς Ρώμης, ἐπιμελουμένη τῶν πτωχῶν, ὑποδεχόμενη τούς ξένους, ἐπισκεπτόμενη τούς ἐξόριστους καί ἐν φυλακαίς καί θεραπεύουσα τούς νοσοῦντας. Μετά τήν ἐκποίησιν τῶν κτημάτων αὐτῆς καί διανομήν τῶν προσόντων εἰς μονάς καί ἐκκλησίας, διά τῆς Ἀφρικῆς καί Ἀλεξανδρείας κατέλαβε τά Ἱεροσόλυμα καί ἐνεκλείσθη εἰς πενιχρόν κελλίον ἐκεῖ ἔκτισε καί μονήν εἰς ἣν συνήγαγεν ἐνενήκοντα παρθένους, ἐξ ἰδίων διά τήν διατροφήν αὐτῶν δαπανώσα, μικρόν ἀσθενήσασα ἐκ πλευρίτιδας, μετέλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Ἐπισκόπου Ἐλευθερουπόλεως καί ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ”.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Τοῦ πλούτου σκορπίσασα, τάς μυριάδας σεμνή, τόν πλοῦτον τῆς χάριτος, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, Ὁσία ἐπλούτησας· σύ γάρ δι’ ἐγκρατείας, καί ζωῆς ἰσαγγέλου, σκεῦος τοῦ Παρακλήτου, ἐπαξίως ἐδείχθης· διό σέ μακαρίζομεν, Μελάνη θεόληπτε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ ἰσαγγέλῳ πολιτείᾳ σου δοξάσασα
Μῆτερ Μελάνη τόν λαμπρῶς σε θαυμαστώσαντα
Οὐρανίου κατηξίωσαι εὐκληρίας.
Ἀλλ’ ὡς θείας ἀπολαύουσα λαμπρότητος
Σκοτασμοῦ ἁμαρτιῶν ἡμᾶς ἀπάλλαξον
Τούς βοῶντάς σοι, χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.
Μεγαλυνάριον.
Ἔρωτι τῷ θείῳ τήν σήν ψυχήν, πτερώσασα Μῆτερ, ἠγωνίσω ἀσκητικῶς, καί ἀντί τοῦ πλούτου, τοῦ ἐπιγείου εὗρες, Μελάνη μακαρία, ὄλβον οὐράνιον.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.