Ὁἱ Ἅγιοι αὐτοί μαρτύρησαν στήν Αἴγυπτο στίς 18 Ὀκτωβρίου 1522. Καί οἱ δυό ἦταν νέοι, πολύ μορφωμένοι καί κατάγονταν ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς.
Συκοφαντήθηκαν στόν Ἐμίρη τῆς Αἰγύπτου Χάερ Μέκ, ὅτι ἔριχναν ἀπορρίμματα καί ἀκαθαρσίες σέ κάποιο Τούρκικο Τέμενος. Ὁδηγήθηκαν δεμένοι στό Διοικητήριο, ὅπου τούς ζητήθηκε νά δεχτοῦν τόν Ἰσλαμισμό γιά ν’ ἀποφύγουν τά βασανιστήρια. Ἐπειδή ὅμως αὐτοί ὁμολόγησαν σταθερά τόν Χριστό, παραδόθηκαν στόν κριτή. Ἀλλά καί ἐκεῖ ἔμειναν ἀκλόνητοι στήν πίστη τους, παρά τίς κολακεῖες, καί ὑπέστησαν φρικτά βασανιστήρια.
Ἔτσι καί οἱ δυό μαρτύρησαν στό 25ο ἔτος τῆς ἡλικίας τους. Ὁ μέν Κυρμιδώλης θανατώθηκε μέ μαχαίρια καί πέτρες, ὁ δέ Γαβριήλ μέ ἀποκεφαλισμό.
Τά μαρτυρικά τους λείψανα, τά ἔβαλαν οἱ Τοῦρκοι δυό φορές στή φωτιά, ἀποτεφρώθηκαν καί τά διασκόρπισαν. Διασώθηκαν μόνο αὐτά τῆς κάρας τοῦ μάρτυρα Γαβριήλ.
Ἀκολουθία αὐτῶν βρίσκεται στόν κώδικα 379 τῆς Πατριαρχικῆς βιβλιοθήκης τοῦ Καΐρου.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.