Λόγιος μοναχός ὁ Ὅσιος Στέφανος στήν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἔζησε τόν 8ο αἰῶνα μ.Χ. Ἡ ἀσκητική του ζωή, συνοδευόταν ἀπό μεγάλη ἀγάπη στήν μελέτη καί ἀπό τήν ἀξιόλογη ἐπιδεξιότητα τῆς ἱερῆς ποίησης. Ἀγαποῦσε τούς ἀγῶνες γιά τήν ὀρθόδοξη ἀλήθεια, καί πρόθυμα μετεῖχε στόν πόλεμο κατά τῶν αἱρέσεων.
 Συχνά ἀπέφευγε κάθε λογής ἀνθρώπινης ἐπικοινωνίας καί ζοῦσε ἐντελῶς μόνος σέ διάφορα ἐρημικά μέρη. Ἐκεῖ ἀγαποῦσε νά παρατηρεῖ τή φύση καί νά μεταρσιώνεται μέ τήν προσευχή. Ἐπίσης χάϊδευε τά ἐλάφια, πού τόν πλησίαζαν συναισθανόμενα καί αὐτά τήν ἀγαθότητα καί τήν παιδική ἀφέλεια τῆς ψυχῆς του.
 Τέλος ὁ ἐρημοπολίτης Στέφανος ὁ Σαββαΐτης, βάσταξε καί τά βάρη τοῦ ἐπισκόπου, μετά ἀπό ἐπίμονες παρακλήσεις.
 Πέθανε διδάσκοντας καί οἰκοδομώντας τόν λαό μέ τό χρηστό, ἄμεμπτο καί φιλάνθρωπο παράδειγμά του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
 Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
 Στέφος εἴληφας, τῆς εὐδοκίας, στέφος γέγονας, τῆς Ἐκκλησίας, ἐπωνύμως παναοίδιμε Στέφανε· σύ γάρ ἐνθέοις στεφόμενος χάρισι, δι’ εὐσεβείας ποικίλως διέπρεψας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
 Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
 Πεποικιλμένος τῷ στεφάνῳ τῆς ἀσκήσεως, τήν Ἐκκλησίαν τῷ σῷ βίῳ ἐστεφάνωσας,
 ώσπερ θεῖος Ἱεράρχης καί θεηγόρος. Ἀλλ’ ὡς μύστης τῶν ἀρρήτων ἐπιλάμψεων,
 μετανοίας φωτισμόν Πάτερ πρυτάνευσον, τοῖς βοῶσί σοι, χαίροις Ὅσιε Στέφανε.
 Μεγαλυνάριον.
 Χαίροις τό δοχεῖον τῶν ἀρετῶν, καί ἠθῶν ὁσίων, ὀ θεόφρων μυσταγωγός· χαίροις ἐγκρατείας, στηλογραφία ἔμπνους, Πατέρων εὐκοσμία, πάνσοφε Στέφανε.

 Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.