Εζησαν τόν 3ο αἰῶνα μ.Χ., ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Δέκιος. Οἱ γονεῖς τοῦ Γαλακτίωνα, Κλειτοφῶν καί Λευκίππη, ἦταν πρῶτα εἰδωλολάτρες. Κάποιος, ὅμως, ἱερομόναχος, πού ὀνομαζόταν Οὐνούφριος, τούς προσείλκυσε στήν χριστιανική πίστη. Ἀπό τότε διέθεταν τά πλούτη τους σέ κάθε ἀγαθοεργία.
Τόν δέ γιό τους Γαλακτίωνα ἀνέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου». Δηλαδή, μέ παιδαγωγία καί νουθεσία, σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Καί ἡ παιδαγωγία αὐτή δέν ἄργησε νά φέρει τούς θαυμαστούς καρπούς της.
Ὁ Γαλακτίων ὅταν μεγάλωσε, νυμφεύθηκε μία ὡραῖα κόρη, τήν Ἐπιστήμη, τήν ὁποία ὁ ἴδιος εἵλκυσε στόν Χριστό. Ἡ ζωή τους κυλοῦσε ἀφιερωμένη στήν ὑπηρεσία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί στήν διακονία τοῦ πλησίον, ὥσπου ξέσπασε ὁ διωγμός τοῦ Δεκίου. Τότε, ὁ μέν Γαλακτίων πῆγε σέ μοναστῆρι τοῦ ὄρους Σινᾶ, ἡ δέ Ἐπιστήμη σέ γυναικεῖο κοινόβιο.
Ἀλλά ἡ λαίλαπα τοῦ διωγμοῦ ἔφθασε καί στά μέρη ἐκεῖνα, μέ ἀποτέλεσμα νά συλληφθεῖ ὁ Γαλακτίων. Ὅταν πληροφορήθηκε αὐτό ἡ Ἐπιστήμη, ἔτρεξε καί παρακάλεσε τούς διῶκτες νά συλλάβουν καί αὐτήν πρός ἐνίσχυση τοῦ συζύγου της.
Ὁ ἄρχοντας Οὖρσος, μή μπορώντας νά τούς πείσει νά ἀλλαξοπιστήσουν, τούς ἀποκεφάλισε (250 μ.Χ.).
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τήν λαμπράν ξυνωρίδα τῶν Μαρτύρων τιμήσωμεν, ὥσπερ συζυγίαν ἀρίστην καί κλυτήν καί θεόφρονα, τόν θεῖον Γαλακτίωνα πιστοί, ὁμοῦ σύν Ἐπιστήμη τῇ σεμνῇ· δι’ ἀσκήσεως γάρ πόνων ἀθλητικήν, ἐξήνθησαν φαιδρότητα. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ἡμῶν, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορός Ἀγγελικός.
Ἀγνείας τῷ φωτί, τάς ψυχάς φωτισθέντες, καί κόσμου τήν ἀχλύν, ὁμοφρόνως λιπόντες, λυχνία ὠς δίφωτος, τοῖς πιστοῖς ἀνελάμψατε, δι’ ἀσκήσεως, καί μαρτυρίου τοῖς ἄθλοις, ζεῦγος ἔνδοξον, ἠ Ἐπιστήμη ἡ θεία, σύν τῷ Γαλακτίωνι.
Μεγαλυνάριον.
Ζεῦγος θεοφόρητον καί σεπτόν, συζυγία θεία, Γαλακτίων ὁ ἱερός, σύν τῇ Ἐπιστήμη, τοῦ θεοδρόμου βίου, ἡμᾶς τήν ἐπιστήμην, μυσταγωγήσατε.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.