Ἀνήκει στό μαρτυρικό χορό, πού μέ τό αἷμα του πότισε τό ζωηφόρο δένδρο τῆς χριστιανικῆς πίστης τόν δεύτερο αἰώνα μετά Χριστόν, ὅταν βασιλιάς ἦταν ὁ Ἀντωνίνος (160).
Οἱ ὑπηρεσίες του ὑπέρ τοῦ Εὐαγγελίου, εἶχαν σάν στάδιο τήν Ἰταλία. Ἐκεῖ ὁ Βίκτωρ ἔτρεχε σέ διάφορες πόλεις καί ἔσπερνε τό λόγο τῆς σωτηρίας.
Συλλαμβάνεται γι’ αὐτό καί ἐκβιάζεται νά προσφέρει θυσία στά εἴδωλα. Ἐπειδή ὅμως δέν λύγισε, τοῦ ἔβγαλαν τά μάτια καί τόν κρέμασαν μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω.
Ἔτσι παρέδωσε τή γενναία καί ἅγια ψυχή του.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.