Ἔζησε κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Καταγόταν ἀπό τήν χώρα τῶν Ἰσαύρων καί ἦταν στό ἐπάγγελμα στρατιωτικός. Ἄφησε ὅμως τήν στρατιωτική ζωή καί πῆγε στήν ἔρημο γιά νά μονάσει, ὅπου καί ἐπιτέλεσε πολλά θαύματα.
Τόν κατήγγειλαν ὅμως, οἱ εἰδωλολάτρες στόν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἔστειλε στρατιῶτες γιά νά τόν συλλάβουν. Στόν δρόμο πρός τόν ἔπαρχο, οἱ στρατιῶτες πού τόν συνόδευαν δίψασαν πολύ. Ὁ Ἅγιος τούς λυπήθηκε καί προσευχήθηκε στόν Θεό καί ἀμέσως ἀνέβλυσε ἀπό τήν γῆ δροσερό νερό, ἀπό τό ὁποῖο ἤπιαν ὅλοι καί ἀνακουφίστηκαν. Αὐτό τό θαῦμα ἔκανε τούς στρατιῶτες νά πιστέψουν στόν Θεό.
Ὁ ἔπαρχος πῆρε τόν Ἄζη καί τούς στρατιῶτες καί τούς πῆγε σέ κάποιο τόπο, ὅπου ὑπέβαλε τόν Ἅγιο σέ φρικτά βασανιστήρια, γιά ἐκφοβισμό τῶν ὑπολοίπων. Ἔπειτα ἀπό τά βασανιστήρια τόν ἔριξε μέσα σέ μία πυρακτωμένη κάμινο. Μέ τήν Θεία ἐπέμβαση ὅμως ἡ φλόγα ἔσβησε καί ὁ Ἅγιος ἐξῆλθε ἀπό αὐτή ἀπόλυτα ἀβλαβής.
Μετά ἀπό αὐτό τό θαῦμα ἀσπάστηκαν τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἡ κόρη καί ἡ γυναίκα τοῦ ἐπάρχου Ακυλίνου, κάτι πού τόν ἐξόργισε ἀφάνταστα. Γι’ αὐτό τόν λόγο μέ προσταγή του, οἱ δήμιοι ἀποκεφάλισαν τούς στρατιῶτες μαζί μέ τήν γυναίκα καί τήν κόρη του. Μετά βασάνισε τόν Ἅγιο καί στήν συνέχεια ζήτησε τόν ἀποκεφαλισμό του.
Ἔτσι παρέδωσε τό πνεῦμά του στόν Κύριο.
Μαζί μέ τόν Ἅγιο Ἄζη, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν ἴδια μέρα, τή μνήμη τῶν Ἁγίων 150 στρατιωτῶν, τῆς συζύγου καί τῆς κόρης τοῦ ἐπάρχου Ἀκυλίνου.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.