Οἱ Ἁγίες Ἀγάπη, Εἰρήνη καί Χιονία μαρτύρησαν ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) στή Θεσσαλονίκη, τό ἔτος 304 μ.Χ. Στό Συναξάρι μαρτυρεῖται ὅτι οἱ τρεῖς ἀδελφές, πιθανῶς ἐνεργά μέλη μιᾶς ἀδελφότητας νέων Χριστιανῶν μέ πλούσια βιβλιοθήκη, κατέφυγαν ἀμέσως μετά τήν ἔναρξη τοῦ διωγμοῦ σέ ὑψηλό ὄρος πλησίον τῆς Θεσσαλονίκης, πιθανῶς τό Χορτιάτη, ἀφοῦ ἔκρυψαν στό σπίτι τους τά βιβλία. Ἡ Ἀγάπη καί ἡ Χιονία, μετά ἀπό ἐντολή τοῦ διοικητοῦ Δουλκιτίου, ρίχθηκαν στήν πυρά. Ἡ Ἁγία Εἰρήνη κλείσθηκε σέ πορνεῖο, ἀλλά κανένας δέν τόλμησε νά τήν ἐνοχλήσει. Ὁδηγήθηκε καί αὐτή στόν διά πυρᾶς θάνατο.
Τά ἱερά λείψανα πού ἀπέμειναν ἀπό τήν πυρά συνελέγησαν ἀπό εὐλαβεῖς Χριστιανούς καί ἐνταφιάσθηκαν δυτικά τῆς πόλεως, σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τά τείχη. Ἐκεῖ ἀνεγέρθηκε ἕνας ναΐσκος στήν ἀρχή, πού ἀργότερα ἔγινε μεγαλύτερος. Στίς Διηγήσεις τῶν Θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀναφέρεται ὡς τό «σεβάσμιον τέμενος» τῶν τριῶν Ἁγίων Μαρτύρων Χιονίας, Εἰρήνης καί Ἀγάπης.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς αὐτάδελφοι Κόραι καί οὐρανόφρονες, πρός εὐσεβείας ἀγῶνας ὁμονοοῦσαι καλῶς, τόν ἀρχέκακον ἐχθρόν κατεπαλαίσατε, Χιονία ἡ σεμνή, σύν Ἀγάπῃ τῇ κλυτῇ, Εἰρήνη ἡ πανολβία. Καί νῦν Χριστόν δυσωπεῖτε, ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας ἔσοπτρα, φωτοειδῆ πεφυκυῖται, νοερῶς ἠστράψατε, ἀθλητικάς λαμπηδόνας, πᾶσαν μέν, τήν Ἐκκλησίαν ἀγλαϊζούσας, νύκτα δέ, τῶν νοσημάτων ἀπελαυνούσας, Χιονία καί Ἀγάπη, σύν τῇ Εἰρήνῃ, Χριστοῦ κειμήλια.
Μεγαλυνάριον.
Μύρῳ αἱ νεάνιδες αἱ σεμναί, Ἀγάπη Εἰρήνη, Χιονία τοῦ Ἰησοῦ, κατακολουθοῦσαι, τά αἵματα ὡς μύρα, προσέφερον Κυρίῳ, ὡς καλλιπάρθενοι.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.