Ἀπό αὐτούς, οἱ μέν Θεόδουλος, Σατορνῖνος, Εὔπορος, Γελάσιος καί Εὐνικιανός, ἦταν ἀπό τή Γορτυνία τῆς Κρήτης. Ὁ Ζωτικός, ἀπό τήν Κνωσό. Ὁ Ἀγαθόπους ἀπό τό λιμένα Πανούρμου. Ὁ Βασιλειάδης (ἢ Βασιλείδης) ἀπό τήν Κυδωνία. Ὁ Εὐάρεστος καί ὁ Μόβιος (ἢ Πόμπιος, ἢ Πόντιος) ἀπό τό Ἡράκλειο.
Ὅλοι μαρτύρησαν τόν 3ο αἰώνα μ.Χ., ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Δέκιος. Καί οἱ δέκα μέ πολύ ζῆλο ἐργάζονταν γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στό νησί. Καταγγέλθηκαν στόν ἔπαρχο Κρήτης, πού ἦταν συνώνυμος τοῦ αὐτοκράτορα, ὀνομαζόταν δηλαδή καί αὐτός Δέκιος. Ὁ ἔπαρχος, ὅταν εἶδε τήν ἀνθηρή νεότητά τους καί τό ἀρρενωπό τους παράστημα, προσπάθησε νά τούς παρασύρει μέ πολλές ὑποσχέσεις ἐγκόσμιων ἀπολαύσεων καί ἡδονῶν. Ἀλλά ὅταν εἶδε ὅτι τίποτα δέν πετύχαινε, διέταξε νά τούς μαστιγώσουν, καί κατόπιν τούς λιθοβόλησαν.
Οἱ γενναῖοι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ ὑπέμειναν ἡρωικά τά βασανιστήρια, ἐνθυμούμενοι τά λόγια τοῦ ψαλμωδοῦ: «Ἀνδρίζεσθε καί κραταιούσθω ἡ καρδίᾳ ὑμῶν, πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπί Κύριον». Δηλαδή, νά ἔχετε γενναῖο καί ἀνδρεῖο φρόνημα, καί ἡ καρδιά σας ἂς γίνεται κραταιά καί ἀτρόμητη, ὅλοι ἐσεῖς πού ἐλπίζετε στόν Κύριο.
Κατόπιν, μέ διαταγή τοῦ ἐπάρχου, οἱ στρατιῶτες ἔκοψαν μέ τά ξίφη τους τίς τίμιες κεφαλές τῶν δέκα χριστιανῶν Ἁγίων.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τήν ὡραιότητα.
Κρήτης τά εὔοσμα, ἄνθη τιμήσωμεν, τά διαπνέοντα, ὀσμήν τήν ἔνθεον, Θεόδουλον καί Ζωτικόν, Γελάσιον Σατορνῖνον, Εὔπορον Εὐάρεστον, Ἀγαθόποδα Πόμπιον, Εὐνικιανόν ὁμοῦ, Βασιλείδην τε ἔνδοξον, βοῶντες πρός αὐτούς ὁμοφρόνως· χαῖρε Δεκάς ἡ τῶν Μαρτύρων.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑωσφόρος ἔλαμψεν ἡ τῶν Μαρτύρων, σεβασμία ἄθλησις, προκαταυγάζουσα ἡμῖν, τόν ἐν Σπηλαίῳ τικτόμενον, ὃν ἡ Παρθένος ἀσπόρως ἐκύησεν.
Μεγαλυνάριον.
Ὅμιλος θεόλεκτος καί σεπτός, πίστει συνημμένος, καί ἀγάπῃ εἰλικρινεῖ, ὤφθησαν ἐν Κρήτῃ, οἱ Δέκα Ἀθλοφόροι, ἐχθρῶν τάς μυριάδας καταπαλαίσαντες.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.