Οἱ Ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες τῆς μονῆς Νταού Πεντέλης μαρτύρησαν περί τά τέλη τοῦ 17ου αἰῶνα μ.Χ., κατά τήν ἐποχή πού Ἀλγερινοί πειρατές λεηλατοῦσαν τά παράλια μέρη. Κάποιος ἀπό τούς ὑπηρέτες τῆς μονῆς, ὁ ὁποῖος μισοῦσε τούς μοναχούς, συνεννοήθηκε μέ τούς πειρατές καί τούς ἔβαλε στή μονή τήν ὥρα πού οἱ Πατέρες ἑόρταζαν τήν Ἀνάσταση. Οἱ πειρατές κατέσφαξαν τούς Πατέρες, λεηλάτησαν τή μονή καί ἔφυγαν. Σώθηκε μόνο ἕνας ἱερέας τῆς μονῆς μέ τόν ὑποτακτικό του, πού εἶχε μεταβεῖ στό μετόχι Γεροτσακούλι, γιά νά τελέσει ἐκεῖ τήν ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως. Ὅταν ἐπέστρεψε, βρῆκε τήν μονή κατεστραμμένη καί σφαγμένους ὅλους τούς Πατέρες. Ὁ ἱερέας ἀφοῦ περισυνέλεξε τά τίμια λείψανα, τά ἐνταφίασε μέ εὐλάβεια καί τιμή.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.