Εζησε καί μαρτύρησε ἐπί αὐτοκρατορίας Διοκλητιανοῦ.
Ἦταν γιός τοῦ Ἀνάκ, ὁ ὁποῖος ἦταν συγγενής τοῦ βασιλιά τῆς Ἀρμενίας Κουσαρῶ. Ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἦταν ἕνας ἀπό τούς ὑπεύθυνους γιά τή δολοφονία τοῦ βασιλιά τῆς Ἀρμενίας. Οἱ Ἀρμένιοι γιά νά ἐκδικηθοῦν σκότωσαν τόν Ἀνάκ καί τήν οἰκογένειά του, ἐκτός ἀπό τόν Γρηγόριο καί ἕναν ἀδελφό του. Μετά ἀπό χρόνια ὁ γιός τοῦ Κουσαρῶ, ὁ Τηριδάτης, συνέλαβε τόν Γρηγόριο ἐπειδή ἦταν χριστιανός καί τόν βασάνισε σκληρά. Ὅταν δέ ἔμαθε ὅτι πρόκειται γιά τό γιό τοῦ Ἀνάκ, ὁ ὁποῖος εὐθυνόταν γιά τή δολοφονία τοῦ πατέρα του, διέταξε νά τόν ρίξουν σέ λάκκο μέ φίδια καί ἄλλα ἑρπετά. Ὁ Γρηγόριος ὄχι μόνο δέν ἔπαθε τίποτα ἀλλά ἐπέζησε γιά 15 χρόνια τρεφόμενος μέ τό ψωμί πού τοῦ πήγαινε κρυφά μιά χήρα.
Κάποια στιγμή ὁ Τηριδάτης παραφρόνησε. Ἡ ἀδελφή τοῦ βασιλιά ἄκουσε μία μέρα φωνή, ἡ ὁποία τῆς ἔλεγε πώς ἂν ἤθελε νά θεραπευτεῖ ὁ ἀδελφός της θά ἔπρεπε νά ἐλευθερώσουν τόν Γρηγόριο. Πράγματι ὅταν βγῆκε ἀπό τόν λάκκο ὁ Ἅγιος θεράπευσε τόν βασιλιά.
Ἐξεδήμησε εἰς Κύριον ἐν εἰρήνῃ.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τῇ γεωργίᾳ, ἐνεούργησας, βροτῶν καρδίας, κατασπείρας τήν τοῦ Λόγου ἐπίγνωσιν, καί λαμπρυνθείς μαρτυρίου τοῖς στίγμασιν, ἱεραρχίᾳ Γρηγόριε ἔφανας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τούς ἀσφαλεῖς.
Τόν εὐκλεῆ καί Ἱεράρχην ἅπαντες, ὡς Ἀθλητήν τῆς ἀληθείας σήμερον, οἱ πιστοί θείοις ἐν ᾄσμασι, καί ὑμνῳδίαις εὐφημήσωμεν, Γρηγόριον ποιμένα, καί διδάσκαλον, τόν ἔκλαμπρον φωστῆρα καί παγκόσμιον· Χριστῷ γάρ πρεσβεύει, ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Γρήγορος τοῖς τρόποις ἀναδειχθείς, πρός θεογνωσίας, διεγείρεις τόν φωτισμόν, τούς τῇ δυσσεβείᾳ, ὑπνώττοντας ἀθλίως, Γρηγόριε τρισμάκαρ, ἀξιοθαύμαστε.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.