Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἱερόθεος ὁ Νέος, Ἐπίσκοπος Νικόλσκ, γεννήθηκε περί τό 1891. Ἔφθασε, ὡς Ἐπίσκοπος, στό Νικόλσκ τήν Κυριακή τῶν Βαΐων τοῦ 1923. Ἐκεῖ διακόνησε τήν Ἐκκλησία μέ ἔνθεο ζῆλο καί αὐταπάρνηση. Τό 1927 μετετέθη στήν Ἐπισκοπή Βελίκϋ Οὔστιουνγκ, κοντά στήν περιοχή Βολογκντά. Αὐτή τήν περίοδο ἀρνήθηκε νά ὑπογράψει δήλωση τοῦ Μητροπολίτου Σεργίου περί ὑποταγῆς τῆς Ἐκκλησίας στήν κρατική ἐξουσία.
Γιά τόν λόγο αὐτό οἱ ἄνδρες τῆς μυστικῆς ἀσφαλείας, κατά τήν περίοδο τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστῶτος, τόν κάλεσαν γιά ἀνάκριση ἀρκετές φορές. Τελικά τόν συνέλαβαν, ἐνῶ εἶχε πάει νά λειτουργήσει σέ κωμόπολη τῆς ἐπαρχίας του. Οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιγαν καί φώναζαν, γιατί ἔνιωθαν ὅτι ἔχαναν τόν πνευματικό τους πατέρα.
Τό ἀτμόπλοιο ἔφθασε σύντομα στήν πόλη Οὔστγιουγκ. Ἐπειδή ἦταν ἀσθενής, τόν ὁδήγησαν στό νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος Ἱερόθεος κοιμήθηκε ὁσίως τό 1928. Ἀλλά ἡ μνήμη του δέν ἐξαφανίσθηκε. Ἔγινε τό ἁλάτι τῆς εὐσέβειας καί ἐλπίδας τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.