Τά θεόπνευστα λόγια τοῦ Ἀποστόλου τοῦ Θεοῦ, Πέτρου, συμβουλεύουν: «Ἕτοιμοι ἀεί πρός ἀπολογίαν παντί τῷ αἰτούντι ὑμᾶς λόγον περί τῆς ἐν ὑμίν ἐλπίδος μετά πραΰτητος καί φόβου», πού σημαίνει, νά εἶστε πάντοτε ἕτοιμοι γιά νά ἀπολογηθεῖτε καί νά ὑπερασπίσετε τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου στόν καθένα πού σᾶς ζητᾶ λόγο καί ἀπόδειξη γι’ αὐτά πού ἐλπίζετε νά ἀπολαύσετε στό μέλλον, καί γιά τά ὁποία μας περιγελοῦν οἱ ἄπιστοι. Νά ἀπολογηθεῖτε ὅμως, χωρίς ἐξάψεις καί φανατισμό, ἀλλά μέ πραότητα καί μέ φόβο Θεοῦ.
Ἕνας τέτοιος μέγας ἀπολογητής ἦταν καί ὁ ἀπόστολος Κοδρᾶτος. Ἄνδρας σεμνός, σοφός, πολυμαθέστατος καί μέ ἄριστη διαλεκτική ἱκανότητα. Ἔγινε ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν, στήν πόλη πού ἀνθοῦσαν ἀκόμα οἱ διάφορες φιλοσοφικές σχολές καί χρειαζόταν ἐπίσκοπος μέ μεγάλη ἀπολογητική ἱκανότητα.
Ὁ Κοδράτος ἔχοντας αὐτά τά προσόντα, ἐργάστηκε μέ ζῆλο, προσευχή καί πραότητα. Ἔτσι κατάφερε νά φωτίσει σέ πολλούς τόν δρόμο τῆς Ἀλήθειας καί νά φιμώσει τούς φιλοσοφοῦντες. Αὐτοί, μή μπορώντας νά τόν ἀντιμετωπίσουν μέ λόγια, τόν ἔδιωξαν μέ τή βία ἀπό τήν Ἀθήνα.
Τό φρόνημα, ὅμως, τοῦ Κοδράτου δέν κάμφθηκε. Πῆγε στήν Μαγνησία τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου μέ παρρησία κήρυξε καί ἐκεῖ τό Εὐαγγέλιο. Ἔγραψε, μάλιστα, καί ἀπολογία γιά τόν χριστιανισμό στόν Ἀδριανό. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀδριανοῦ ἦταν νά τόν φονεύσει. Ἔτσι ὁ μέγας ἀπολογητής πῆρε τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Σοφίας ταῖς ἀκτῖσι φαιδρύνας σου τόν βίον, εἴλκυσας τοῦ Πνεύματος μάκαρ τήν πυρίπνοον χάριν, καί ηὔγασας δόγματα ζωῆς, Κοδρᾶτε ὡς Ἀπόστολος Χριστοῦ· διά τοῦτο ὡς φωστῆρά σε ἀπλανῆ, γεραίροντες ἐκβοῶμεν· δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχάς τῆς φύσεως.
Ὡς Ἱεράρχην τίμιον, καί Ἀθλητήν στερρότατον, ἡ οἰκουμένη προσάγει σοι Κύριε, Κοδρᾶτον τόν Ἀπόστολον· καί τοῖς ὕμνοις γεραίρει τήν σεπτήν αὐτοῦ μνήμην, αἰτοῦσα πάντοτε πταισμάτων ἄφεσιν, δι’ αὐτοῦ δωρηθῆναι, τοῖς μέλπουσι τοῦτον Εὔσπλαγχνε.
Μεγαλυνάριον.
Ἱερῶν δογμάτων ὑφηγητά, στόμα εὐσεβείας, πνευματέμφορον καί τερπνόν, κοινωνέ Μαρτύρων, Ἀπόστολε Κοδρᾶτε, μετάδος τῇ ψυχῇ μου, ἐκ τῆς σῆς χάριτος.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.