Περί τοῦ Ἀποστόλου Ναθαναήλ γνωρίζουμε τόσα μόνο σαφή καί θετικά, ὅσα τό κατά Ἰωάννη Εὐαγγέλιο περιέσῳσε μεταξύ τοῦ Φιλίππου καί αὐτοῦ διαμειφθέντα καί μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ναθαναήλ, ὅταν ἐκεῖνος ἄκουσε ἀπό τόν Ἀπόστολο Φίλιππο τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία, γιά τόν Ὁποῖο ἔγραψε ὁ Μωυσῆς στό Νόμο καί οἱ Προφῆτες.
Στούς Συναξαριστές ὁ Ἀπόστολος Ναθαναήλ ταυτίζεται μέ τόν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο (υἱός τοῦ Θολομαίου), ἄλλοτε δέ μέ τόν ζηλωτή Σίμωνα, τόν Ἀπόστολο ἀπό τήν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου τελέσθηκε ὁ γάμος στόν ὁποῖο παρακάθισε καί ὁ Ἰησοῦς μέ τήν μητέρα Του.
Οἱ λόγοι τῆς ταυτίσεως τοῦ Ἀποστόλου Βαρθολομαίου πρός τόν Ναθαναήλ, εἶναι οἱ ἑξῆς: α) Στούς καταλόγους τῶν μαθητῶν στά Συνοπτικά Εὐαγγέλια καί στίς Πράξεις ὀνομάζεται μόνο ὡς Βαρθολομαῖος, ἐνῷ στό κατά Ἰωάννη Εὐαγγέλιο μόνο ὡς Ναθαναήλ καί β) στούς καταλόγους αὐτούς συγκαταριθμεῖται πάντοτε μέ τόν Ἀπόστολο Φίλιππο.
Ἡ ἀποστολική δράση τοῦ Ἀποστόλου Ναθαναήλ ἐπεκτείνεται μέχρι τήν Ἀφρική, τή Μαυριτανία καί τή Βρετανία, ὅπου καί σταυρώθηκε ἀπό εἰδωλολάτρες.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Χριστός θεασάμενος, τήν σήν εὐθεῖαν ψυχήν, καί τρόπον τόν ἔνθεον, Ναθαναήλ ἱερέ, ὡς Κτίστης ἐβόησεν· Ἴδε Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστιν· ὅθεν καί ὑπηρέτης, καί Ἀπόστολος θεῖος, τῆς τούτου παρουσίας, ἐδείχθης τοῖς πέρασι.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῷ Χριστῷ προσέδραμες, ὡς τῶν ῥημάτων, τῶν αὐτοῦ ἀκήκοας, Ναθαναήλ ἀπό ψυχῆς, καί Ἀποστόλοις ἠρίθμησαι, τά ὑπέρ λόγον ἀμέσως μυούμενος.
Μεγαλυνάριον.
Μύστης τοῦ Σωτῆρος θεοειδής, Ναθαναήλ ὤφθης, καί Ἀπόστολος εὐκλεής· ἔνθεν εὐσεβείας, μυσταγωγός ἐδείχθης, ζωῆς ἀνακηρύξας, τό Εὐαγγέλιον.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.