Γεννήθηκε ἀπό μίμο καί ἔκανε καί αὐτός τό ἐπάγγελμα τοῦ μίμου (ἠθοποιοῦ).
Έζησε στά χρόνια του Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη (361) καί ὅταν ὁ βασιλιάς γιόρταζε τά γενέθλια του, ὁ Πορφύριος προστάχθηκε νά μιμηθεῖ καί νά περιπαίξει τά Μυστήρια τῶν Χριστιανῶν. Ὁπότε ὁ Ἅγιος μπῆκε στήν κολυμβήθρα καί φώναξε: «Βαπτίζεται Πορφύριος, εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Καί ὅταν βγῆκε ἀπό τό νερό, φόρεσε λευκά ἐνδύματα καί ὁμολόγησε μπροστά σέ ὅλο τό κοινό πού τόν παρακολουθοῦσε, ὅτι εἶναι χριστιανός καί εἶναι ἕτοιμος νά πεθάνει γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Τότε ὁ βασιλιάς, ἐξαγριωμένος, διέταξε καί τόν ἀποκεφάλισαν.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.