Γεννήθηκε στό χωριό Μπεζούλια τῆς ἐπαρχίας Ἀγράφων καί ἀνατράφηκε κατά Χριστόν ἀπό τούς θεοσεβεῖς γονεῖς του, Σωφρόνιο καί Μαρία.
Ἀγάπησε τήν μοναχική ζωή καί πῆγε στή Μονή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τήν ἐπονομαζόμενη Κορῶνα ἢ Κρύα Βρύση καί ἐπιδόθηκε στήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς. Διακρίθηκε γιά τήν ἄσκησή του καί ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς. Ἀργότερα χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου.
Κατηγορήθηκε ὅτι πῆρε μέρος στήν ἐπανάσταση τοῦ Διονυσίου Φιλοσόφου, συνελήφθη ἀπό τούς Τούρκους, πού μάταια προσπάθησαν νά τόν ἐξισλαμίσουν. Ἐξαγριωμένοι οἱ Τοῦρκοι μπροστά στή σταθερότητα τῆς πίστης τοῦ Ἱερομάρτυρα, ὑπέβαλαν σ’ αὐτόν φρικτά βασανιστήρια, τά ὁποία μεγάλωναν, ἐφ’ ὅσον ὁ Σεραφείμ διαρκῶς ἀρνιόταν νά προδώσει τήν ἑλληνοχριστιανική πίστη του. Ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τήν μύτη καί ἐπανειλημμένα τόν παρουσίασαν στόν κριτή, ἀρνούμενος νά ἀλλαξοπιστήσει, τόν ἐκτέλεσαν στίς 4 Δεκεμβρίου 1601 μέ σουβλισμό καί κατ’ ἄλλους μέ ἀπαγχονισμό.
Ἡ τιμία κεφαλή του, ἐναποτέθηκε στή Μονή τῆς Κρύας Βρύσης, ὅπου εἶχε μονάσει ὁ Ἅγιος.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγράφων τόν γόνον, Φαναρίου τόν πρόεδρον, καί Μονῆς Κορώνης τό κλέος, Σεραφείμ εὐφημήσωμεν· ἀθλήσας γάρ λαμπρῶς ὑπέρ Χριστοῦ, θαυμάτων ἐπομβρίζει δωρεάς, καί λυτροῦται νοσημάτων φθοροποιῶν, τούς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας τόν ἀστέρα τόν νεόφωτον
Καί Φαναρίου τόν ποιμένα τόν θεόκριτον
Ἀνυμνήσωμεν ἐν ᾄσμασι θεοφθόγγοις·
Ἀνατείλας γάρ ἐσχάτως δι’ ἀθλήσεως
Καταυγάζει Ὀρθοδόξων τά πληρώματα,
Χαίροις λέγοντα, Σεραφείμ ἀξιάγαστε.
Μεγαλυνάριον.
Χρίσματι ἁγίῳ τελειωθείς, θερμῶς ἀναδέχῃ, τό μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ· οὑ γάρ ἐπῃσχύνθης, τόν εὐαγῆ ἀγῶνα, ὦ Σεραφείμ διό σε, Χριστός ἐδόξασε.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.