Σήμερα ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ Ἁγίου Θεμιστοκλέους, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τά Μύρα τῆς Λυκίας καί ἔζησε τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου. Ἦταν βοσκός στό ἐπάγγελμα.
Τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ Ἀσκληπιός, ὁ ἄρχοντας τῆς Λυκίας, ξεκίνησε διωγμό κατά τῶν χριστιανῶν καί ὁ στόχος του ἦταν νά συλλάβει τόν Ἅγιο μάρτυρα Διοσκουρίδη. Ὁ Διοσκουρίδης ὅμως κατέφυγε στό ὄρος ὅπου ἔβοσκε ὁ Θεμιστοκλῆς τά πρόβατά του. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἄρχοντα κίνησαν καί αὐτοί πρός τό ὄρος ὅπου καί συνάντησαν τόν Θεμιστοκλῆ. Ὅταν ἐρωτήθηκε γιά τήν πίστη του δέν δίστασε οὔτε στιγμή νά ὁμολογήσει τόν ἕναν καί μοναδικό Θεό. Οἱ στρατιῶτες ἀκούγοντας τήν ὁμολογία αὐτή τῆς πίστης του, τόν συνέλαβαν καί τόν ὁδήγησαν στόν ἄρχοντα Ἀσκληπιό. Παρ’ ὅλες τίς ἀπειλές πού δέχθηκε ὁ Ἅγιος ἔμεινε ἀκλόνητος στήν πίστη του. Αὐτό ἐξόργισε τόν Ἀσκληπιό καί διέταξε τόν βασανισμό του.
Ὁ Ἅγιος Θεμιστοκλῆς παρέδωσε τό πνεῦμά του πάνω στό μαρτύριο.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.