Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδοτος ἔζησε τόν 4ο αἰώνα μ.Χ., τότε πού τό νησί τῆς Κύπρου ἦταν ὑποδουλωμένο στούς Ρωμαίους. Ὁ Ἐπίσκοπος Θεόδοτος, ἄνθρωπος ταπεινός καί φλογερός στήν πίστη, φιλόθεος καί φιλάνθρωπος, ἦταν ἕνα ἀληθινό δῶρο Θεοῦ γιά τό πολυβασανισμένο νησί. Στό ἱερό πρόσωπό του ὅλοι ἔβλεπαν τόν οἰκεῖο πατέρα καί τοῦ πραοτάτου Χριστοῦ τό γνησιότατο μιμητή.
Ὅμως οἱ Ἐθνικοί δέν μποροῦσαν νά ἀντέξουν τήν παρουσία καί τή δράση τοῦ Ἁγίου. Ἔτσι μέ διαταγή τοῦ ἐπάρχου Σαβίνου ὁ Ἅγιος συλλαμβάνεται καί ὁδηγεῖται ἐνώπιόν του. Ὁ ἡγεμόνας τόν καλεῖ νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του στόν Χριστό καί νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου χαρακτηρίζεται ἀπό ἀνδρεία: «Ἄρχοντα, τήν πίστη μου πρός τόν Χριστό δέν τήν ἀρνοῦμαι. Τό χρυσάφι ποτέ δέν τό ἀνταλλάσουμε μέ τό χῶμα. Χῶμα ἄχρηστο εἶναι καί τά εἴδωλα πού λατρεύετε ἐσεῖς. Σέ λίγο καιρό ἡ βασιλεία τῶν θεῶν σου θά ἐκλείψει. Ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι αἰώνια καί ἄφθαρτη καί θά ἐξαπλωθεῖ σέ ὅλο τόν κόσμο. Σ’ αὐτή τή Βασιλεία ὑπάρχει θέση καί γιά σένα καί γιά ὅλους».
Ἐξοργισμένος ὁ ἔπαρχος διατάσσει νά ἀρχίσουν τά βασανιστήρια. Οἱ στρατιῶτες ἀπεκδύουν τόν Ἄγιο καί τόν κτυποῦν μέ τά μαστίγια ἀπό νεῦρα βοδιοῦ. Ἡ σιωπή καί ἡ καρτερία τοῦ Ἱερομάρτυρος ἐξοργίζει περισσότερο τόν ἀνάλγητο ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος δίδει ἐντολή γιά δεύτερο βασανιστήριο. Οἱ δήμιοι βυθίζουν στό σῶμα τοῦ Ἁγίου σιδερένια νύχια καί τό ξεσκίζουν. Καί ὁ Ἅγιος ἀνοίγει τό στόμα του, γιά νά ψελλίσει: «Κύριέ μου, συγχώρησέ τους…». Τά λόγια του συγκλονίζουν τίς καρδιές τῶν δημίων, πού ὁμολογοῦν: «Εἴμαστε καί ἐμεῖς Χριστιανοί». Ὁ ἡγεμόνας ἔντρομος καί βλέποντας τό λαό ἀγανακτισμένο δίδει ἐντολή νά κλείσουν τόν Ἅγιο στή φυλακή, πού σέ λίγες ἡμέρες μεταποιεῖται σέ οἶκο Θεοῦ. Ἡ ἀρετή τοῦ Ἁγίου ἐδάμασε τήν κακία. Ἐνίκησε τήν ἁμαρτία. Οἱ φυλακισμένοι ἔχουν τώρα δεχθεῖ στήν καρδιά τους τήν ἐπίσκεψη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Μέ τήν ἀνάρρηση τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου στό θρόνο τῆς αὐτοκρατορίας καί τό διάταγμα περί ἀνεξιθρησκείας (Μεδιόλανα, 313 μ.Χ.) ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ἐλευθερώνεται καί ἐπιστρέφει στό ποίμνιό του. Μετά ἀπό δύο χρόνια θεοφιλοῦς ἀρχιερατίας ὁ Ἅγιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί Ἄγγελοι παρέλαβαν τήν ψυχή του, γιά νά τήν ὁδηγήσουν μπροστά στό θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Κοινοποίηση
Δείτε Επίσης

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακός καί ἔφτασε ἕως καί τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καί ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καί οἱ δυό εὐσεβεῖς καί πιστοί ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπό θεῖο ζῆλο, δέν ἀκολούθησε τήν ἔγγαμο ζωή, ἀλλά τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Στή συνέχεια μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τόν Ἅγιο Συμεών τόν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύησε στά τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί τῆς ἀρετῆς καί τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντά στό θαυμαστό καί ἐνάρετο ἀσκητή, πού ὀνομαζόταν Λογγίνος, μέ τόν ὁποῖο μαζί μελετοῦσε, συζητοῦσε καί προσευχόταν καί τοῦ ὁποίου σπούδαζε τήν πνευματική διαύγεια καί τή μεγάλη ταπεινοφροσύνη.